Ξάνθος Μαϊντάς, Αφανών γυναικών, Γαβριηλίδης, 2019
της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ
Αφανών γυναικών, ο τίτλος της τελευταίας, έκτης, συλλογής του Ξάνθου Μαϊντά, από τον Γαβριηλίδη. Οι αφανείς γυναίκες της γραφής του είναι οι παλαιές γυναίκες- εμβλήματα μιας αντοχής που έρχεται από ξεχασμένες δεκαετίες της ελληνικής ανθρωπογεωγραφίας αλλά και οι σύγχρονες, έκκεντρες και απέριττα υπαρκτές γυναίκες της αστικής ανωνυμίας. Τις βρίσκεις σε κάτι παλιές ιερατικές φωτογραφίες τοίχου, μια ανθρώπινη ράτσα ανθεκτική και αποσιωπημένη από την ιστορία, αλλά και σε πνιγηρές κουζίνες απόγευμα Κυριακής, στις πιάτσες της οδού Αθηνάς, σε απροσδιόριστα επαρχιακά καταλύματα ως σίβυλλες της μοναξιάς του φύλου τους, σε μια transit ύπαρξη, όπως τη συλλαμβάνει και τη δημιουργεί το βλέμμα του παρατηρητή ή του μνήμονα. Η γραφή του εδώ, πιο μεστή απ’ ο,τι σε παλιότερες δουλειές, είτε σκηνοθετεί ακαριαία στιγμιότυπα σε σύντομες αποτυπώσεις ή, λιγότερο συχνά, συνυφαίνει σε πλατιές ελεύθερες συνθέσεις τον προσωπικό στοχασμό με φευγαλέα γυναικεία πεπρωμένα.
Τα πιο καλά ποιήματα διαθέτουν την εύστοχη λιτότητα των παλαιών εβδομαδιαίων φωτογραφιών που συγκρατούν το πρόσωπο αδρό σε μια ασπρόμαυρη φωτοσκίαση και ο θεατής-αναγνώστης συλλαμβάνει όχι το έγχρωμο βιογραφισμό τής εικόνας αλλά την ακτινογραφία μιας στιγμής που πυκνώνει το στίγμα της ύπαρξης αυτών των προσώπων. Π.χ.:
Στα δεκαεφτά
Όταν βρέθηκε κρεμασμένη
(είχε αγαπήσει το θειο της
στενή συγγένεια
αίμα της)
το σημείωμα στα πόδια της
τρεις στίχοι όλοι κι όλοι
έγραφε.
Τώρα μάνα μπορείς
να φορέσεις
κόκκινα.
Το ίδιο ήθος και ύφος εκλύει και το επόμενο:
Παίγνιο
Μέρες την παίδευαν
τα εγγόνια της.
Παιχνίδι το ’χαν κάνει.
Μα αυτή αμίλητη.
Πες μας και πες μας
γιαγιά πώς το ’κανες
με τον παππού.
Μέρες αμίλητη.
Ώσπου δεν άντεξε
κι έδωσε τέλος
στο παιχνίδι τους.
«Ερχόταν πότε-πότε ο παππούς σας
από την ταβέρνα μεθυσμένος
και με μαγάριζε.»
Και τα δύο αυτά ποιήματα υπόρρητα εκθέτουν το ήθος της ελληνικής επαρχίας, το ανάθεμα στον απαγορευμένο έρωτα που οδηγεί τη μάνα να απειλήσει την κόρη («στον τάφο σου θα φορέσω κόκκινα») και την παντρεμένη γυναίκα να γνωρίσει τον έρωτα μόνο ως μαγάρισμα. Η μάνα, η χήρα με οκτώ παιδιά στην πλάτη, η γερασμένη πόρνη, η διαπομπευμένη γυναίκα του αριστερού μες στο χωριό, η άχρονη Κνιδία Αφροδίτη, η θεία Ραλλού με τα κρυμμένα ερωτικά γράμματα στο ψυχομαχητό της, τα κορίτσια της οδού Αθηνάς κάτω από τις ανθισμένες τσακαράντες, όλες εκφάνσεις μιας πολυπρόσωπης μοίρας που τέμνονται στη μοναξιά του φύλου, στον κοινωνικό προκαθορισμό του ρόλου αλλά και στην υπαρξιακή αναζήτηση.
Για να μην εκπέσουν αυτά τα πρόσωπα σε εύκολη ηθογραφία ή ευσυγκίνητη συναισθηματογραφία γυμνώνει το λόγο και στήνει το πρόσωπο μπροστά μας σε μια στοιχειώδη ελλειπτική αφήγηση απομονώνοντας μια σημαίνουσα χειρονομία του βίου που μεγεθύνει στον υπαινιγμό της το σιωπηλό και ιερό βάθος της ανθρώπινης ψυχής:
Μπεράτι
Όταν χήρεψε η μανιά η Λένη
―μ’ οκτώ παιδιά στην πλάτη―
ήταν δεν ήτανε σαράντα πέντε χρονών.
Οι μέρες που ήρθαν δύσκολες
κι οι τέσσερις οι κόρες σε ηλικία.
Πώς βόλτα τα ’φερνε κανείς δεν έμαθε.
Μόνο σαν ήρθε η ώρα
και πάντρεψε το μεγάλο της
μετά την εκκλησία, στο παζάρι
―το έθιμο ήθελε άντρας
ν’ ανοίξει τον χορό―
η μανιά η Λένη κρατώντας
νύφη και γαμπρό,
στάθηκε απέναντι στα όργανα
και παράγγειλε:
Μπεράτι[1].
Αυτά είναι, κατά τη γνώμη μου, τα πιο επιτυχημένα δείγματα της συλλογής.
Ανήκουν στο είδος εκείνο των ποιημάτων που η ίδια η σκηνοθεσία τους συνιστά την ποιητικότητά τους, την ποιητική ουσία τους. Τέτοια ποιήματα απορρίπτουν τον εκ των έσω σχολιασμό, δεν αυτοερμηνεύονται, αλλά καρφώνουν μια ζωηρά σκηνογραφημένη εντύπωση στο νου του αναγνώστη και αυτή ακριβώς η ισχύς της εντύπωσης είναι το ερμηνευτικό κλειδί και η δύναμή τους. Αυτά αυτονομούνται ευκολότερα από τον δημιουργό τους, σε αντίθεση με άλλα που το ποιητικό εγώ χαράσσει το μονοπάτι της ανάγνωσης και σε καλεί να διανύσεις πιο υπάκουα την πορεία της συγκίνησής του. Τα δεύτερα κηδεμονεύονται πιο ισχυρά από τον ποιητή και καλούν σε ταύτιση. Τα πρώτα σε αναγνώριση.
Για να επιστρέψουμε στη συλλογή, εκτός από τη δεσπόζουσα τεχνική που περιέγραψα παραπάνω, υπάρχουν και κείμενα όπου ο ποιητικός στοχασμός διαλέγεται με τα πρόσωπα αφημένα στη συγκέντρωση μιας σημαδιακής στιγμής ή υιοθετούν ένα δοκιμιακό τόνο, όπως στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, όπου η τυχαία συνύπαρξη με μια γυναίκα στη ρεσεψιόν ενός ξενοδοχείου οδηγεί σε στοχαστικές παραλληλίες: η κόλαση των λέξεων του ποιητή και η κόλαση της νύχτας για την προκλητική γυναίκα δίπλα του.
Απ’ ο,τι είδα στις προδημοσιεύσεις, τα παλαιότερα ποιήματα χρονολογούνται από το 2006 και τα νεότερα φτάνουν έως το 2019, ενώ κάποια από αυτά περιλαμβάνονται στην παλαιότερη συλλογή Οι δρόμοι της Φαϋττού του 2009 από το Πλανόδιον. Αυτό που συνέχει τα τόσα απομακρυσμένα χρονικά μεταξύ τους κείμενα είναι η ματιά, η χωρίς ρητορεία συμπάθεια που καθιστά τη γραφή μια ευγενική προσπάθεια να αναδυθεί το άνθος και το άλγος ενός ελάχιστου ίχνους που αφήνει η μία και μοναδική ζωή το καθενός μας και που μπρος στη βιάση αλλά και την μόδα των καιρών φαντάζει ασήμαντη. Το στοίχημα της γραφής είναι να αποδείξει ότι είναι σημαντική. Και νομίζω ότι αυτό το στοίχημα κερδήθηκε. Με εντιμότητα.
ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ
[1] Μπεράτι: Δύσκολος αντρικός χορός της Θεσσαλίας και της Ηπείρου.