Τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς λοιπόν.
~.~
Θάνος Γιαννούδης, Τοῦ ουρανού και της Γης, εκδ. Βακχικόν, 2019.
του ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗ
Ὑπὸ τὸν τίτλο αὐτὸ συστεγάζονται τὰ ποιήματα ὄχι μιᾶς, μὰ πέντε ὁλάκερων ποιητικών συλλογῶν ποὺ συνεκδίδονται σὲ κοινὸ βιβλίο, κοντολογὶς ὅλη ἡ ποιητικὴ παραγωγὴ τοῦ Γιαννούδη ἀπὸ τὸ 2015 καὶ δῶθε, παραγωγὴ ἐντυπωσιασκὴ σὲ ῥυθμὸ ἂν ἀναλογιστῇ κανεὶς πὼς οὔτε λίγο οὔτε πολὺ ἀντιστοιχεῖ μία συλλογὴ ἀνὰ ἔτος γιὰ μιὰ τετραετία. Νὰ παρουσιάζῃς λοιπὸν τὴν ἔκδοσι αὐτὴ σημαίνει τελικὰ νὰ παρουσιάζῃς ὅλη σχεδὸν τὴν ποίησι τοῦ Γιαννούδη.
Εἶναι ὅμως μόνο ἡ χρονικὴ συνάφεια ποὺ ἑνώνει τὶς συλλογὲς τοῦ βιβλίου; Ὄχι βέβαια. Ἔργα ποὺ γράφτηκαν σὲ μιὰ τόσο σύντομη, ἂν καὶ πυκνὴ μὲ ὅρους ἱστορικοῦ χρόνου περίοδο, ἑπόμενο εἶναι νὰ περιστρέφωνται γύρω ἀπὸ κοινοὺς θεματικοὺς ἄξονες, νὰ πραγματεύωνται συναφεῖς προβληματισμούς, νὰ ἐκκινοῦν ἀπὸ παρόμοιες προσλαμβάνουσες, νὰ ἀποτελοῦν, μὲ ἄλλα λόγια, ἐξεργασία τῆς ἴδιας προλογοτεχνικῆς πρώτης ὕλης μέσῳ μιᾶς γραφῆς ποὺ πυροδοτεῖται ἀπὸ ὅμοια ἐρεθίσματα. Γι’ αὐτὸ κι ἐγὼ τὶς συλλογὲς τοῦ βιβλίου τούτου τὶς διαβάζω σὰν μιὰ μεγάλη ἑνιαία συλλογὴ μὲ πέντε ἑνότητες ἤ, ἂν θέλετε, σὲ πέντε σχεδιάσματα. Κι ἐξηγοῦμαι.
Γιὰ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς πέντε συλλογὲς ὁ Γιαννούδης στήνει, μὲ κάποια πεζὰ τμήματα ποὺ δίκην εἰσαγωγῆς προτάσσονται τῶν ποιημάτων ἢ καὶ παρενείρονται ἀνάμεσά τους, συνήθως, ἀλλ’ ὄχι πάντα, ὑπὸ τὴν μορφὴ ἐπιστολῶν ἢ ἡμερολογιακῶν καταγραφῶν, ἕνα σκηνικό, θεατρικοῦ, ἢ ἀκόμη εὐστοχώτερα, κινηματογραφικοῦ τύπου ποὺ λειτουργεῖ ὡς φόντο γιὰ τὴν ἐκδίπλωσι μεγάλων ποιητικῶν καὶ κάποτε πεζῶν μονολόγων. Στὴν πρώτη συλλογή (NASA), ἕνας ἀστροναύτης ποὺ ταξιδεύει στὸ διάστημα γράφει μιὰ ἀνεπίδοτη ἐπιστολὴ στὴν ἀγαπημένη του στὴν γῆ. Στὸ πρῶτο μέρος τῆς δεύτερης συλλογῆς (Κιλκίς) ὁ ξεχασμένος στὸ πόστο του ἐπιζῶν μιᾶς μελλοντικῆς δυστοπικῆς κοινωνίας ἐκτελεῖ μηχανικὰ τὰ καθήκοντά του ἐπαναλαμβάνοντας καθημερινὰ τὶς ἴδιες πράξεις καὶ διερωτώμενος γιὰ τὸ νόημά τους σ’ ἕνα ἐρειπωμένο κόσμο τοῦ ὁποίου πιθανώτατα ἔχει ἀπομείνει ὁ μόνος κάτοικος. Στὸ δεύτερο μέρος ἕνας ἱερέας, ὁ πατὴρ Θεόφιλος, ἀπευθύνει τὸ ἐλπιδόφόρο κήρυγμά του ἀπὸ τὸν ἄμβωνα τῆς Καπνικαρέας λίγες ὧρες πρὶν τὰ γερμανικὰ στρατεύματα κατοχῆς εἰσέλθουν στὴν Ἀθήνα καὶ στὸ τρίτο μέρος μιὰ Πόντια ἀπὸ τὸ Κιλκὶς γράφει στὴν συγχωριανή της στὸ Ντύσσελντορφ. Στὴν πραγματικότητα πρόκειται γι’ ἀκόμη ἕνα ἀνεπίδοτο γράμμα, ἀφ’ οὗ οὐσιαστικὸς καὶ ἰδανικὸς παραλήπτης εἶναι τὸ ἀντικείμενο τοῦ πρώτου της -καὶ μᾶλλον μοναδικοῦ ἀληθινοῦ της- ἔρωτα ἐν ᾧ ἡ πραγματικὴ παραλήπτρια ἐπιστρατεύεται μόνον ὡς πρόσχημα. Ἡ συλλογὴ κλείνει μ’ ἕνα ἐπιλογικὸ ποίημα ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ἀπευθύνει ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς -ξανὰ δίκην μονολόγου- καὶ πάλι στὸ ἀντικείμενο ἑνὸς προδομένου ἔρωτα. Ἡ ἑπόμενη συλλογὴ (τὸ Σχίσμα) παρουσιάζεται ὡς ἕνα ἐκτενὲς ἀπόσπασμα τῶν ἡμερολογιακῶν καταγραφῶν τοῦ Μιχαὴλ Κηρουλάριου, τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως κατὰ τὸ μεγάλο Σχίσμα τοῦ 1054 καὶ εἶναι ἡ μόνη τοῦ βιβλίου ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπουσιάζει ἐντελῶς ὁ πεζὸς λόγος. Ἡ τέταρτη συλλογὴ (ὁ Μωάμεθ στὴν Εὐρώπη -τίτλος ποὺ διαλέγεται παιγνιωδῶς μὲ τὸ γνωστὸ ἀνέκδοτο γιὰ τὸν Λένιν στὸ Παρίσι ἀλλ’ ἀποτελεῖ συνάμα καὶ μιὰ εὐθεῖα ἀναφορὰ στὴν ἄνοδο τοῦ Ἰσλὰμ στὴν γηραιὰ ἤπειρο καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιλέγεται ἀπὸ τὸν ποιητὴ ὡς σύμβολο ἑνὸς νέου πολιτιστικοῦ παραδείγματος) ξεκινᾷ μ’ ἕναν ποιητικὸ μονόλογο μιᾶς μελλοντικῆς καλλιτέχνιδος τοῦ 2040 ποὺ αὐτοπροσδιορίζεται ὡς «ἡμιάνθρωπος ζῳγράφος τῆς τρίτης μετα-νεοϋπερρεαλιστικῆς γενιᾶς» – τίτλος ξεκάθαρα σατιρικός, ἡ πιὸ εὐθεῖα ἀπὸ τὶς πάμπολλὲς βολὲς τοῦ ποιητὴ πρὸς τὶς παραδοξότητες τῆς μετανεωτερικῆς ἐποχῆς μας. Τέλος, ἡ πέμπτη συλλογὴ ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἀλυτρωτισμός», λέξι ποὺ μὲ ἀφορμὴ τὴν πρόσφατη ἀνακίνησι τοῦ σκοπιανοῦ ἐντάχθηκε στὸ καθημερινὸ λεξιλόγιο τοῦ δημόσιου λόγου, ἀποτελεῖ ὁλόκληρη μιὰ δημόσια πρόσκλησι τοῦ Ἀγιατολλὰχ Χομεϊνὶ πρὸς τὸν Μιχαὴλ Γκορπατσὼφ νὰ ἀσπαστῇ τὸ Ἰσλάμ. Κατὰ τὴν προσφιλῆ ποιητικὴ μέθοδο τοῦ Γιαννούδη, ὁ ἀποδέκτης τῆς προσκλήσεως ἐξαϋλώνεται σὲ ἕνα «ἐσὺ» τόσο σκιῶδες ὥστε τὸ ποίημα νὰ καταλήγῃ μονόλογος. Μὰ μὴ νομίζετε πὼς τὰ πρόσωπα-προσωπεῖα πίσω ἀπὸ τὰ ὁποῖα μποροῦμε εὔκολα νὰ ἀνιχνεύσουμε τὴν ἴδια πάντα persona loquens ποὺ ἐκφωνεῖ τοὺς μονολόγους της στὸ ἴδιο ποιητικὸ ὕφος τελειώνουν ἐδῶ: ἕνας χρηματιστὴς τῆς Νέας Ὑόρκης, ὁ Ἀδόλφος Χίτλερ, ἡ Εὔα Πάλμερ, πρώτη σύζυγος τοῦ Σικελιανοῦ καὶ τρίτη κατὰ σειρὰ Εὔα μετὰ ἀπὸ τὴν Εὔα Μπράουν καὶ τὴν Εὔα Γκρὴν σὲ μιὰ τριλογία ποιημάτων αφιερωμένων σὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα, εἶναι τὰ πιὸ γνωστὰ ἀπὸ τὰ τόσα στόματα ποὺ δανείζεται ὁ ποιητὴς γιὰ νὰ πλάσῃ τοὺς μύθους μὲ τοὺς ὁποίους θὰ πλαισιώσῃ τοὺς ποιητικοὺς μονολόγους του. Κάποτε ἀφήνει στὴν ἄκρη κάθε προσωπεῖο κι ἀποφασίζῃ νὰ μιλήσῃ χωρὶς κἀμμιὰ μεταμφίεσι, θυμίζοντας κάπως τὴν παράβασι τῆς ἀρχαίας κωμῳδίας, ὅπως ὅταν ἀναφέρεται στὸν ἀδλεφικό του φίλο, Τζὸ ἢ στὸν μόλις ἐνηλικιωθέντα μικρό του ἀδελφό.
«Καὶ πῶς συνέχονται ὅλα τὰ παραπάνω μὲ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ;» θ’ ἀναρωτηθῇ ὁ ἀνυποψίαστος ἀναγνώστης ποὺ ξεφυλλίζει τὴν ἔκδοσι χωρὶς ἀκόμη νὰ ἔχῃ ἐντρυφήσει στὸ περιεχόμενό της. Ὁ οὐρανός, ποὺ μὲ τὴν φυσικὴ συμπαντική του μεγαλοπρέπεια ἐγκαινιάζει ὡς εἰκόνα τὴν ἔκδοσι στὴν πρώτη συλλογὴ (ΝASA) ἐντοπίζεται ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα πανταχοῦ παρὼν σὰν σύνηθες ποιητικὸ σύμβολο ἑνὸς ἐφετοῦ ἐπέκεινα . Εἴτε ὡς αἰώνιο κι ἀναλλοίωτο ὑπερβατικὸ κατοικητήριο ἑνὸς ἀθάνατου Θεοῦ εἴτε ὡς ἀπροσπέλαστο ἄπειρο ποὺ ἐλαύνεται ἀπὸ σταθεροὺς κι ἀπαρασάλευτους νόμους, ἀντιπαρατάσσεται σὲ διαρκῆ διαλογικὴ ἀντίστιξι πρὸς τὴν γῆ, σύμβολο κι αὐτὴ μὲ τὴν σειρά της τῆς ῥευστῆς κι εὐμετάβλητης ἀνθρώπινης κοινωνίας, ἀκόμη πιὸ ῥευστῆς κι ἀκόμη πιὸ εὐμετάβλητης στὴν μετανεωτερικὴ ἐποχή μας, ποὺ μὲ τὸ διαρκὲς κι ἀένναο παρόν της δὲν προσφέρει ἑδραία ἐπιφάνεια γιὰ τὸ ῥίζωμα πάγιων κεντρικῶν ταυτοτήτων μὲ ἱστορικὸ βάθος καὶ ποὺ μὲ τὸν ἄκρατο ἀτομοκεντρικὸ ὑποκειμενισμὸ τῶν ἔκκεντρων καὶ περίπου ἰσόκυρων ἀφηγήσεων θρυμματίζει καὶ κατακερματίζει τὶς κοινωνίες σὲ πληθυσμοὺς ποὺ ἁπλῶς συμβιώνουν χωρὶς νὰ ἀρδεύωνται ἀπὸ κάποια κοινὴ πηγὴ νοήματος:
Πολλοὶ εἶν’ οἱ ἄνθρωποι κι ἀμέτρητες ἀλήθειες
Κι ἡ καθεμιὰ τοῦ ἑνὸς ἐξίσου πιθανή.
Ὑιοθετῆστε τὶς καινούργιες μου συνήθειες
[[[[[[[[[[[[[[[[[[[[[[[[[μακριὰ ἀπ’ τὸν δρόμο ποὺ τὰ χάη συγκινεῖ,
λιακάδα ὁλόστρωτη στὴν πλάσι ἀντὶ γιὰ μπόρα
– σ’ τὸ λέω, ὑπάρχουμε μονάχα γιὰ τὸ τώρα!
Φωνάζει ὁ Γιαννούδης μὲ τὸ προσωπεῖο τοῦ Μαρτίνου Λούθηρου, τοῦ ἱδρυτοῦ τοῦ προτεσταντισμοῦ καὶ κατὰ τοῦτο προπομποῦ τῆς νεωτερικότητος: (Ἂς μὴ λησμονοῦμε τὴν συμβολὴ τῆς Διαμαρτυρήσεως στὴν ἀνάδυσι τοῦ ὑποκειμενισμοῦ ποὺ ξεκινᾷ μὲ τὴν ἀπόρριψι μιᾶς αὐθεντικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑρμηνείας τῆς Βίβλου καὶ τὴν πρόκρισι τῆς προσωπικῆς ἑρμηνείας τοῦ πιστοῦ-ἀναγνώστη.)
Ἀστέρια, πῶς μπορεῖτε πιὰ νὰ μᾶς κοιτᾶτε;
Δὲν ἔχει μείνει οὔτε μιὰ λάμψι σας στὴν γῆ […]
Τὴ μελῳδία τ’ οὐρανοῦ πού ‘χαν ὑμνήσει
μιᾶς Ἅγιας Νύχτας μεθυσμένοι κυνηγοί,
ἐκείνη πού ‘ σταζε καὶ σβήνανε τὰ μίση
κι ἐρχόταν δίπλα ἡ ἄλλη πλάσι ποὺ ὅλο ἀργεῖ
γιὰ πάντα ὁ ἄνθρωπος θὰ πρέπῃ νὰ ξεχάσῃ,
δοῦλος τοῦ τώρα καὶ βορὰ στὴν κάθε τάσι.
Μονολογεῖ ἀλλοῦ ὁ Νεοϋορκέζος χρηματιστὴς στὴν αὐγὴ τοῦ 22ου αἰῶνος ἐν ᾧ μιὰ φεμινίστρια τοῦ αἰῶνος μας ἀποφθέγγεται:
Κι ἔξω ἀπὸ μένα τίποτα – ἂν ξέρῃς πές μας.
Ὁ κόσμος εἶναι μόνο οἱ προσλαμβάνουσές μας!
Βάζει άλλοῦ στὸ στόμα τοῦ Παλαμᾶ ὁ Γιαννούδης:
Πῶς πέσαμε λοιπὸν σ’ αὐτὴν τὴν γῆ
ποὺ ζῇ ἀπ’ τὴν ὁμίχλη καὶ τὴν μπόρα;
Καρδιὰ ποὺ διαρκῶς αἱμορραγεῖ
– κι ἐσένα νὰ σὲ χαίρωνται οἱ ταγοὶ
τοῦ διαπαντὸς ἀποθεωμένου «τώρα»
κι ἀλλοῦ καταγγέλλει:
Δὲν προλαβαίνει ἡ γῆ καὶ τ’ ἄγριο ῥιζικό μας
νὰ δῇ στὸν ἥλιο τὸ ἐπερχόμενο κενό,
ἔχοντας μέτρο μοναχὰ τὸν ἑαυτό μας
καὶ τὸ ἀπόλυτο μηδὲν γιὰ οὐρανό.
Σκουπίδι τ’ ἄπειρο κι οἰ ἄνθρωποι θηρία
ἐγκλωβισμένα στὴ μεγάλη ἐλευθερία.
Παντοῦ ἀναγνωρίσιμη ἡ ἴδια φωνὴ πίσω ἀπὸ προσωπεῖα ποὺ ἐναλλάσσονται. Πίσω ἀπὸ ἐπιφανῆ ἱστορικὰ ἢ ἁπλᾶ καθημερινὰ πρόσωπα, θύματα προσπαθειῶν -δικῶν τους ἢ ἄλλων- ν’ ἀλλάξῃ ὁ κόσμος, προσπαθειῶν ποὺ συνήθως σωρεύουν νέα ἐρείπεια πάνω στὰ παλιὰ συντρίμμια, ἀκούγεται τὸ λυρικὸ ἐγὼ τοῦ ποιητῆ καθὼς παρακολουθεῖ τὸ πῶς τὰ μεγάλα, συλλογικά, ἱστορικὰ ἀδιέξοδα ἀντανακλοῦν στὸ ἐσώτερο προσωπικό, ἀτομικό, ἀλλὰ καὶ διαπροσωπικὸ ἐπίπεδο καὶ τὸ πῶς, ἀντίστροφα, οἱ προσωπικὲς καὶ ἀτομικὲς διαψεύσεις ἐξακτινώνονται στὴν σφαῖρα τοῦ συλλογικοῦ, τοῦ πολιτικοῦ, τοῦ κοινωνικοῦ, τοῦ ἱστορικοῦ, σὲ μιὰ ἀμφίδρομη σχέσι ποὺ παρουσιάζεται ὡς μικρογραφία τῆς ἀποστάσεως μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς.
Ἡ νύχτα πέφτει καὶ βαθιὰ μες στὸ τσουκάλι
σιγοκοχλάζουνε οἱ σκέψεις τῆς βραδιᾶς,
τῆς μέρας πού ῤχεται καὶ θἀν’ ἡ ἴδια πάλι
κι ὅλοι οἱ ἐσώτεροί μας πόθοι τῆς καρδιᾶς.
Στὸν οὐρανὸ θὰ βγοῦν ὁ Κύκνος κι ὁ Ὠρίων
προτοῦ τοὺς ποὺν κι αὐτοὺς γιὰ μπάλες ἀερίων.
Κι ἂν ἡ γῆ εἶναι συνώνυμη τοῦ θανάτου καὶ τῆς φθαρτότητος:
Ὁ χρόνος στερεύει τὶς μέρες μας Εὔα,
μᾶς φέρνει στὸ τέλος σιμὰ τῆς ζωῆς.
μὲ τ’ ἄσπρο σου πέπλο στὸν ᾍδη κατέβα
ἀφ’ οὗ πρὸς τὰ οὐράνια νὰ πᾷς δὲν μπορεῖς
ὅπως ψάλλει ὁ ποιητὴς πρὸς τὸ ἀντικείμενο τοῦ ἔρωτά του ἢ ὅπως μονολογεῖ ἀλλοῦ ὁ Πατριάρχης Κηρουλάριος:
Καὶ θὰ φύγουμε μιὰ νύχτα τοῦ χειμῶνα
ποὺ δὲν θα ‘ χῃ σὰν ἐλπίδα τὸ πρωί,
δειλινά μας ποὺ ἀργοσβήνετε πιὰ μόνα,
δειλινὰ μιᾶς νιότης ποὺ φυλλορροεῖ
– μιὰ ζωὴ μπροστά, μὲ ψύχος καὶ μὲ ζέστη
γιὰ δυὸ μέτρα γῆς μὲ φόντο τὸν ἀσβέστη
κι ἂν κάθε προσπάθεια ν’ ἀλλάξῃ ὁ κόσμος φαίνεται φαλκιδευμένη, ἀφ’ οὗ μοιραῖα κάθε νέος κόσμος φτιάχνεται μὲ τὰ ἴδια παλιὰ ὑλικά, τὴν ἴδια τὴν ἀνθρώπινη φύσι ποὺ κουβαλᾷ ὁ ἄνθρωπος ὡς εἶδος μέσα του:
Τοῦ Ποσειδῶνα βλέπεις τώρα τὴν μορφὴ
νὰ σιγοκλαίῃ τοὺς χαμένους μας ἀγῶνες
κι εἶναι δικά του κι ὁ σταυρὸς καὶ τὸκαρφί,
καθὼς ἀνέστιος ψιθυρίζει στὶς γοργόνες:
«Ἐμεῖς παλέψαμε νὰ φύγουν τὰ δαιμόνια
κι ὄχι στὴν θέσι τους νὰ μποῦμε στὸν κανόνα…»
ἢ κι ἂν κάθε πίστι στὸ καινούργιο ὅπως λέει ὁ Χομεϊνί:
Γιατί πιστέψατε στὸν Μάρξ; Ἦταν ἕνας ἀκόμα
ἀπ’ ὅσους ἦρθαν καὶ μετὰ θὰ φύγουν σωρηδόν.
Ὅσο κι ἂν δέσῃς μὲ λουριὰ τὸν ἄνθρωπο στὸ χῶμα,
πάντα θὰ ψάχνῃ δίοδο τῶν ἀστρικῶν ὁδῶν.
Χώρα χρυσῆ, χιλιόχρονη καὶ κάτασπρη Ῥωσία
ποὺ νόμιζες -βαριόμοιρη- πὼς βρῆκες τὸν Μεσσία…
Κι ἂν κάθε γενιὰ εἶναι καταδικασμένη νὰ ἐπανανακαλύπτῃ τὸν κόσμο ἀντικαθιστῶντας μάταια τελικὰ τὶς πλάνες τῶν προκατόχων της μὲ τὶς δικές της:
Διαχωρίζοντας τὶς ἄπειρες μορφές σας,
μιᾶς μαύρης τρύπας ἴδια γέννα εἶστε ὅλοι
πού ῤχεστε πάλι λησμονώντας τὸ χθές σας
καὶ μᾶς ζητᾶτε νὰ σᾶς δώσουμε τὴν πόλι.
Χωρὶς αἰτία καὶ χωρὶς καινούργιους λόγους
ἀναγεννᾶτε ἐς ἀεὶ Παλαιολόγους.
Γιατί, ὅπως ἀλλοῦ διαπιστώνει:
καὶ θὰ βλέπουμε γενιὲς ν’ ἀλλάζουν θέσι
σ’ ἕναν κόσμο πού ‘ χει ἀπ’ τὰ ψηλὰ ξεπέσει.
Κι ἂν
Ὑπάρχουμε μονάχα γιὰ ν’ ἀλλάζῃ
τὶς ὄψεις τὸ σκοτάδι διαρκῶς.
Χανόμαστε και ―μέσα στὸ χαλάζι―
τῆς ἄνοιξης δὲν ἄνθισε καρπός.
Ἤ ἂν ὅπως μονολογεῖ ὁ Χίτλερ:
Θὰ φέξουν ἐπερχόμενοι καιροί,
γεμᾶτοι λησμονιὰ καὶ μνημοσύνη,
τὴ μιὰ θὰ γέρνῃ δῶθε τὸ κερί,
τὴν ἄλλη θὰ γυρνᾷ στὴ δικαιοσύνη…
Ὡστόσο ἡ παραίτησι ἀπὸ τὴν προσπάθεια δὲν προκρίνεται. Διάχυτη σὲ ὅλο τὸ ἔργο τοῦ Γιαννούδη εἶναι ἡ πεποίθησι ὅτι ζοῦμε σὲ ἕναν κόσμο πτώσεως καὶ φθορᾶς, ὅτι ἕνας ἄλλος κόσμος, ἀντάξιος τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι κατορθωτὸ νὰ κερδηθῇ:
Τὸ νὰ βαδίζῃς στὸ σκοτάδι σὲ λυπεῖ,
μὰ ἐλπίζεις στ’ αὔριο ποὺ πάει νὰ ξημερώσῃ,
κι ὰς εἶν’ ἡ πτῶσι ἀπ’ τὸν Παράδεισο νωπή, […]
μᾶς λέει. Κι ἀλλοῦ συμπληρώνει:
Κι ὅμως στὴν πλάσι ἀκόμη ἀνοίγουν τὰ οὐράνια
καὶ περιμένουν στὶς ψυχές μας νὰ φανοῦν.
ἐν ᾧ ἤδη ἔχει πεῖ:
Μὰ ξέρω ὅτι πιὸ πέρα ἀπὸ τὸν χρόνο
τὸ αἰώνιο τραγούδι ἀρχινᾷ∙
κομῆτες καὶ λαοὶ κρατοῦν τὸν θρόνο,
ἐλπίδες ἀνασαίνοντας ξανά.
Σὲ μιὰ ἔξοχης ποιητικῆς συλλήψεως εἰκόνα περιγράφεται ἡ δεύτερη ἔλευσι τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ καθὼς ἀνοίγει τὸν Παράδεισο στὸν ἄνθρωπο:
Μίση, λαγνεῖες, πόθοι, ὄνειρα, κραιπάλες,
πάθη κι ἀγάπες ποὺ ἔχουν σβήσει τώρα πιά,
καθὼς τὰ χέρια του ποὺ ὑψώθηκαν σὰν σκάλες-
―χωρὶς νὰ φαίνωντ’ οἱ πληγὲς ἀπ’ τὰ καρφιά―
άνοίγουν διάπλατα τὶς πύλες τοῦ Ἀβάτου
καὶ στέκει ὁ ἄνθρωπος -πρώτη φορά-κοντά Του…
Ἄν ὁ Γιαννούδης τοποθετῇ μὲ πολιτικοὺς ὅρους τὸν παράδεισο στὴν γῆ, μὴ καταφέρνοντας νὰ ξεφύγῃ ἀπὸ τὴν πανάρχαια πλατωνικὴ πλάνη ποὺ ἀναβάπτισαν οἱ προκαταλήψεις τοῦ Διαφωτισμοῦ, καὶ ποὺ τόσο πόνο καὶ δυστυχία στοίχισε στὴν καθημαγμένη ἀπὸ τὸ κυνήγι του στὴν νεωτερικὴ Δύσι, τὸ κάνει ἀπὸ αὐτὴν τὴν βαθιὰ πεποίθησι πὼς ἡ ἀτομικὴ λύτρωσι μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθῇ μόνο μέσα ἀπὸ τὴν συλλογικὴ σωτηρία. Γνωρίζει ὅμως πὼς ὁ ὅποιος ἀγώνας γιὰ τὴν ἔλευσί του θἆναι μοναχικός, λίγοι ἔχουν τὸ σθένος καὶ τὴν ἀντοχὴ ν’ ἀναλάβουν τὸ βάρος του:
[…] κι ἀμίλητοι βαδίζουμε τὸν δρόμο,
δυο-τρεῖς ὀρθοὶ κι ὑπόλοιποι μὲ τρόμο.
ἢ
μοναχικὸς ὁ ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου
στὸν ἥλιο στὸ σκοτάδι, στὴ βροχή.
κι ἀλλοῦ:
φτωχέ μου Ἄτλαντα ποὺ μοιάζεις κόκκος σκόνης,
με ποια φτερὰ θαρρεῖς τὸν κόσμο πῶς σηκώνεις;
γιὰ νὰ δείξω μόνο τρία ἀπὸ τὰ πάμπολλα σημεῖα ποὺ περιγράφουν τὴν μοναξιὰ τοῦ ἰδεαλιστή.
Κάποτε κάποτε, ὄχι καὶ τόσο σπάνια, ἔρχεται ἡ ἐπίγνωσι, μὲ τὴν μορφὴ μιᾶς ἀμυδρῆς ὑποψίας στὴν ἀρχή, ποὺ ὁλο καὶ γιγαντώνεται καθὼς παρακολουθοῦμε προοδευτικὰ τὴν πορεία τοῦ ποιητικοῦ στοχασμοῦ, πὼς ἴσως τελικὰ ἡ ἀπάντησι στὰ ἀμείλικτα ὑπαρξιακὰ ἀδιέξοδα νὰ κρύβεται σὲ πράγματα πολὺ πιὸ ταπεινά, πολὺ πιὸ κατορθωτά, πολὺ πιὸ ἄμεσα. Οἱ ἁπλὲς καθημερινὲς χαρὲς ἀντὶ γιὰ τὴν μεγάλη ἱστορικὴ δικαίωσι, τὸ ἀγαπητικὸ ἄνοιγμα πρὸς τὸν συνάνθρωπο, ἀντὶ γιὰ τὰ μεγαλόπνοα πολιτικὰ καὶ ἰδεολογικὰ ἀφηγήματα, καὶ ἡ αἴσθησι τῆς ἀθανασίας ποὺ χαρίζει ὁ ἔρωτας, αὐτὴ ἡ ἀκατάλυτη δύναμι ἀπὸ τὴν ἔντονη παρουσία τῆς ὁποίας ἐμπνέεται τὸ σύνολο σχεδὸν τῆς ποιήσεως τοῦ Γιαννούδη, ἀποτελοῦν ἴσως μὲ τὰ ἀνθρώπινα, οἰκεῖα μεγέθη τους, τὰ μόνο πεδία ὅπου ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ἐκδιπλώνεται στὴν πιὸ αὐθεντικὴ κι ἀνόθευτη μορφή της, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὶς ὅποιες ἀξιώσεις κυριαρχίας ὑποκρύπτουν ἀκόμη καὶ τὰ πλέον ὑψήγορα πολιτικὰ καὶ κοινωνικὰ αἰτήματα.
Σ’ ἀγάπησα καὶ θὰ σὲ συναντήσω
στὸν ἄπειρο ἀστρόκοσμο ψηλά,
θὰ γείρῃς τὸ κεφάλι σου στὸ γεῖσο,
καθὼς γλυκὸ τὸ δάκρυ θὰ κυλᾷ.
Ἠχοῦν καμπάνες, τὸ σπιτάκι ἀχνίζει
καὶ -κοίτα!- στὸ σκοτάδι μας χιονίζει…
Γράφει ὁ ἀστροναύτης τοῦ διαστημικοῦ σταθμοῦ ποὺ ἔπρεπε νὰ κατακτήσῃ τοὺς οὐρανοὺς γιὰ νὰ νοσταλγήσῃ μιὰ ἁπλῆ χριστουγεννιάτικη νύχτα στὴν γῆ καὶ ὅπως, 75 σελίδες παρακάτω, διαπιστώνει ὁ Μιχαήλ Κηρουλάριος:
Τώρα ξέρω πιά, τὸ σύμπαν λιγοστεύει
κι ἴδια θαύματα μοιράζει ὅπου κι ἂν πᾷς
καὶ λίγο πιὸ πρίν:
Τόσο ὄμορφος ὁ κόσμος γιὰ νὰ πρέπῃ
νὰ σκεφτόμαστε τὸν ἄχραντο οὐρανό!
Ὅσο γιὰ τὸν ἔρωτα, ἀπὸ τὶς πάμπολλες ἀναφορές, ξεχωρίζω τὴν τολμηρή, ἀνοικειωτικὴ παρουσία τοῦ Χίτλερ, ποὺ λίγο πρὶν αὐτοκτονήσῃ πάνω στὰ ἐρείπεια ποὺ σώρευσε ἄλλη μιὰ προσπάθεια ἀλλαγῆς καὶ διορθώσεως τοῦ κόσμου, ἀπευθύνεται στὴν Εὔα Μπράουν:
Στὸν κόσμο τοῦτο ἄξιζε νὰ ζῶ
μονάχα τὴ μορφή σου ν’ ἀντικρύσω!
[…]
Τι ‘ ναι τὸ φῶς ποὺ βλέπω στὴν γωνιὰ
καὶ γνέφει μου γλυλὰ «Ἀδόλφε ἀφήσου»;
Μπορεῖ καὶ νὰ γλυτώσει ἡ λησμονιὰ
ἂν ἔχῃ πάρει ὁ κόσμος τὴν μορφή σου;
Μπορεῖ καὶ νὰ σωθῇ γιατί παλεύω;
Παράδεισος ἂν εἶναι, τὸν ζηλεύω…
Ἡ ἀλήθεια φαίνεται πὼς τελικὰ δὲν ἀποδεικνύεται, ἀλλὰ βιώνεται. Ἄλλο ἕνα, ἀκούσιο ἴσως, δάνειο ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ἐκκλησιολογία ἀπὸ ἕναν ποιητὴ ποὺ παρὰ τὴν διακεκηρυγμένη ἀθεΐα του δὲν μπορεῖ νὰ κρύψῃ τὰ ἐκδηλώματα μιᾶς -κατὰ τὴν γνωστὴ φράσι τοῦ Τερτυλλιανοῦ- anima(e) naturaliter christiana(e). Πῶς μπορεῖ ὅμως ἡ ἀλήθεια νὰ νοηθῇ ὡς βίωμα στὶς σύγχρονες διαφορισμένες πολύπλοκες δυτικὲς κοινωνίες ἀπ’ ὅπου ἀπουσιάζει ἡ κοινὴ πηγὴ νοήματος, μὲ ἄλλα λόγια ἡ συνεκτικὴ ἀφήγησι; Καὶ πάλι τὸ συλλογικο-πολιτικὸ-κοινωνικὸ στοιχεῖο εἰσάγεται λάθρα μέν, ἀναπόφευκτα δε, αὐτὴ τὴν φορὰ ὡς νοσταλγία τῆς μικρῆς κοινότητας, σχηματοποιημένης στὴν μορφὴ τοῦ παλιοῦ παραδοσιακοῦ χωριοῦ, ὡς συμβόλου μιᾶς κοινωνίας ὅπου ἡ ἀλήθεια πραγματώνεται κι ὅπου τὰ μεγάλα ὑπαρξιακὰ ἀδιέξοδα δὲν ἔχουν θέσι καὶ τὰ συνεπακόλουθα ψυχολογικὰ κενὰ δὲν χρειάζεται ν’ ἀναπληρωθοῦν ἀπὸ τὴν ἰδεολογικὴ κοσμοθεωρητικὴ στράτευσι σὲ μεγαλεπήβολες ἐξαγγελίας καὶ σχέδια γιὰ τὴν ἐπὶ γῆς ἔλευσι τοῦ παραδείσου.
καρδιὲς ἀνθρώπων μὲς στὴ φτώχεια ζυμωμένες,
ἐκεῖ ποὺ φύτρωσε ζωὴ στὸ «σ’ ἀγαπῶ»,
ἐκεῖ ποὺ πάντα σ’ ὅποια πέτρα κι ἂν ἀγγίξῃς
γιὰ τὴν ἀλήθεια δὲν χρειάζεσ’ ἀποδείξεις
γράφει ὁ ποιητὴς περιγράφοντας τὸ ἰδεατὸ αὐτὸ χωριὸ ἐν ᾧ στὸ ἐλπιδοφόρο τέλος τῆς συλλογῆς «ὁ Μωάμεθ στὴν Εὐρώπη» ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ στὸ ἐρώτημα:
Ποῦ ‘σουν Χριστέ μου ὅταν τὰ ὄνειρα πεθαίναν;
λέγοντας:
Ἤμουν στὸ μέσον τῆς ἡμέρας στὸ λιοπύρι
ἑνὸς ἀτέλειωτου θαρρεῖς καλοκαιριοῦ,
στὸν θερισμό, στῶν σταφυλιῶν τὸ πατητήρι,
στὶς πρῶτες μπόρες στὸν Σεπτέμβρη τοῦ χωριοῦ.
Ἄν κανεὶς ἐντοπίζῃ ἀντιφάσεις σὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς μετεωρισμοὺς μεταξὺ ἀτομικοῦ καὶ συλλογικοῦ, προσωπικοῦ καὶ πολιτικοῦ, μεταξὺ τῆς ἀπελπισίας ποὺ γεννᾷ ἡ ἐπίγνωσι τοῦ μάταιου τῶν ἀγώνων καὶ τῆς ἐλπίδας ὅτι ὁ οὐρανὸς δὲν εἶναι τελικὰ ἀπροσπέλαστος, εἶναι γιατὶ οἱ ἀντιφάσεις αὐτὲς ἐνυπάρχουν στὴν ἴδια τὴν ἀνθρώπινη συνθήκη, τὴν ὁποία ὁ ποιητὴς ἐπεχείρησε νὰ προσεγγίσῃ ὁλιστικά, μὲ μιὰ πλατυρρημοσύνη εἶναι ἡ ἀλήθεια, ποὺ δείχνει κάποτε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ τιθασεύσῃ τὸ ὑλικό του μὲ λίγο μεγαλύτερη πειθαρχία.
Προγραμματικὰ καὶ ῥητὰ ἐνταγμένα στὸ κίνημα τοῦ νεοφορμαλισμοῦ, τὰ ποιήματα τοῦ Γιαννούδη καλύπτουν ἕνα εὐρὺ εἰδολογικὸ φάσμα ἀπὸ στιχουργικῆς ἀπόψεως: σοννέτα, παντούμ, τερτσίνες ὅλα ἔμμετρα κι ὁμοιοκατάληκτα. Ἴσως ὁ ἄνθρωπος Γιαννούδης νὰ μὴ κατώρθωσε ἀκόμη νὰ βρῇ μέσα στὴν σύγχρονη κοινωνία τοὺς αἰώνιους ἐκείνους κι ἀπαρασάλευτους νόμους τοῦ οὐρανοῦ ποὺ θὰ τῆς χαρίσουν τὴν πολυπόθητη συνοχὴ καὶ θὰ τὴν λυτρώσουν ἀπὸ τὴν τόσο τυραννικὴ γι’ αὐτὸν ῥευστότητα κι ὑποκειμενικότητα τῆς μετανεωτερικῆς ἐποχῆς μας, ὁ ποιητὴς Γιαννούδης ὅμως τοὺς βρῆκε στὴν ποίησι καὶ χύτευσε μὲ ἐξαιρετικὰ ἰσόρροπο τρόπο μέσα στὸ ἱστορικὰ διαμορφωμένο καὶ σταθερὸ καλούπι τους τὴν προσωπική του ματιά: λέγονται μέτρο καὶ ὁμοιοκαταληξία.
ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ