του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ
Με την έκτη κατά σειρά ποιητική κατάθεσή του Αφανών γυναικών (Γαβριηλίδης 2019), ο πολυσχιδής Ξάνθος Μαϊντάς συγκροτεί έναν πολυσήμαντο και βαθύ ποιητικό, αλλά και εσωτερικό-υπαρξιακό χώρο. Το ανά χείρας καλαίσθητο εκδοτικά βιβλίο αποτελεί, κατά την άποψή μου, μια σύνοψη ιδεών που αναπηδούν από ιδιαίτερα, προσωπικά, αλλά και συλλογικά βιώματα ερωτισμού και απώλειας και συμπυκνώνουν αισθητικά όχι μόνο τη συναισθηματική και καλλιτεχνική ωρίμανση του ποιητή και δοκιμιογράφου, αλλά και μια γενικότερη θέαση, δηλωτική της ανθρώπινης περιπέτειας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο πολύσημος τίτλος της συλλογής Αφανών γυναικών καταδεικνύει εξαρχής τόσο την ερωτική όσο και την υπαρξιακή ορίζουσα της συλλογής και μετατρέπεται ξεκάθαρα σε σημαντικό διακειμενικό και ερμηνευτικό κλειδί των 27 ποιημάτων της συλλογής, τα οποία διαμοιράζονται άνισα σε τρία μέρη.

Πιο συγκεκριμένα η ανά χείρας συλλογή επιχειρεί και επιτυγχάνει, κατά την άποψή μου, έναν έμμεσο και για τούτο εξαιρετικά ενδιαφέροντα και αισθητικά δραστικό διάλογο με το έργο του σημαντικότερου ίσως ποιητή της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, τον Τάκη Σινόπουλο. Κι αυτό γιατί αν ο Σινόπουλος επιτυγχάνει στον Νεκρόδειπνο, στο σημαντικότερο μεταπολεμικό μας συνθετικό έργο, να υπερβεί το βαρύ μυθικό-σεφερικό άχθος της πρώτης του ποιητικής περιόδου και να δημιουργήσει με μια συγκλονιστική κινηματογραφική ποιητική γραφή έναν σύγχρονο, αλλά και πλουραλιστικό κατάλογο αντιηρωικών-αφανών νεκρών, για να φωτίσει αυτές τις αγνοημένες και αδικαίωτες μορφές ανδρών και γυναικών που χάθηκαν στην άβυσσο της ιδιωτικής και της συλλογικής ιστορίας, ο Ξάνθος Μαϊντάς (ο οποίος διατελεί Πρόεδρος του Ιδρύματος Σινόπουλου) δεν εγκλωβίζεται μιμητικά στο έργο του προκάτοχου ποιητή, αλλά επιτυγχάνει αφενός να ανοίξει έναν ουσιαστικό διάλογο μαζί του και αφετέρου να μιλήσει ουσιαστικά για την ελληνίδα γυναίκα χωρίς φεμινιστικές κορόνες. Ο επίγονος ποιητής, με άλλα λόγια δεν περιορίζεται μόνο στην ονοματοθεσία και την καταλογράφηση, δομικά στοιχεία της ποιητικής του Σινόπουλου στον Νεκρόδειπνο, αλλά εστιάζει τόσο ψυχογραφικά όσο και ιστορικά σε γυναικείες μορφές, παρουσιάζοντάς μας αισθητικά δικαιωμένες ποιητικές αφηγήσεις-εκδοχές.
Με την πρώτη ανάγνωση στο επίπεδο της κυριολεκτικής επιφάνειας, τα ποιήματα προσφέρουν την ευκαιρία να ανιχνευθεί μια ενδιαφέρουσα και διαλεκτική διαχείριση σημαντικών θεμάτων όπως έρωτας και αγάπη, ζωή και θάνατος, χρόνος και μνήμη, λόγος και σιωπή, φυγή και απώλεια με κέντρο πάντα μια ευαίσθητη και πολλές φορές πληγωμένη γυναικεία φύση και οπτική. Τα σημαντικότερα, πάντως, ποιήματα της συλλογής υψώνονται σαν αμφίπλευροι καθρέφτες που πάνω στις όψεις τους καθρεφτίζονται πτυχές της μνήμης και καθημερινότητας των ρημαγμένων από την ελληνική κοινωνία και ιστορία γυναικών, όπως την αντιλαμβάνεται και μάλλον τραυματικά την εισπράττει ο ευάλωτος ψυχισμός του ποιητή. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι σε όλο το μάκρος και πλάτος της συλλογής τόσο η υπαρξιακή όσο και η ερωτική αναζήτηση με παρούσα την ποιητικά γόνιμη αγωνία της φθοράς, του χρόνου και του θανάτου προοικονομούν με διαύγεια τον πυρήνα του ποιητικού στοχασμού, που αναπτύσσεται πολύτροπα στη συλλογή και εδράζεται στη σχέση τους με τον έρωτα, την ιστορία, τη μνήμη, τη θνητότητα και τη γλώσσα.
Η ΘΕΙΑ ΡΑΛΛΟΥ Με τ’ όνομά του στα χείλη τις ώρες τις στερνές η θεία Ραλλού. Με τ’ όνομά του έφευγε, ξαναγύριζε, Κι ύστερα χανότανε πάλι. Φύλλο στον αέρα η ψυχή της. Όμως τι όνομα κι αυτό που όλο ερχότανε στα χείλη, στα μαραμένα χείλη και γλύκαινε, προς στιγμήν, το πρόσωπο και λίγο έπαιζαν τα άδεια μάτια κι αμυδρά φαινότανε το τελευταίο δάκρυ. Κανείς δεν γνώριζε, κανείς δεν θυμόταν τον πριν από εβδομήντα χρόνια πρώτο της έρωτα.
Πιο συγκεκριμένα τα θέματα α) της διάψευσης των γυναικείων ονείρων που συνυφαίνεται άρρηκτα με τον ανδροκρατούμενο ορθολογισμό και τα έμφυλα στερεότυπα, β) της εναγώνιας αναζήτησης του λυτρωτικού έρωτα, αλλά και της κυρίαρχης διάψευσης της προσδοκίας, γ) του σύγχρονου ανθρώπου που αναζητά την αγάπη πλασματικά και πολλές φορές μάταια, δ) της σωματικής και ψυχολογικής φθοράς που συνδέεται με τα προσωπικά, αλλά και εν πολλοίς συλλογικά αδιέξοδα της προπολεμικής και μεταπολεμικής ελληνικής πραγματικότητας και τέλος ε) της αίσθησης της εγγύτητας του θανάτου και της σπαρακτικής απώλειας, που καταδεικνύουν αφενός έναν κόσμο αλλοτριωμένο, βυθισμένο στον ζόφο της καθημερινότητας και στην πνευματική καταβαράθρωση και αφετέρου έναν κόσμο δοξαστικό, ποιητικό, ερωτικό και αόρατο, που κείται πέρα από το προφανές και που ορίζεται από το απροσδόκητο και το θαύμα, είναι, νομίζω, κάποια από τα γερά νήματα που φτιάχνουν το εκρηκτικό υφαντό της παρούσας συλλογήςˑ μιας συλλογής στην οποία ο έρωτας και η αγάπη λυγίζουν μέσα στη γενικότερη ηθική, πολιτική, κοινωνική και πνευματική έκπτωση, αλλά και κάποιες φορές ορθώνονται και αποτελούν, το θαύμα, το μη αναμενόμενο, το ανεξήγητο που εξ ορισμού ξεπερνά τα όρια του φυσικού φαινομένου και που ξαφνικά μπορεί να ανατρέψει τη σκοτεινή, άδικη και μίζερη πραγματικότητα και να γεννήσει την ελπίδα.
ΜΠΕΡΑΤΙ Όταν χήρεψε η μανιά η Λένη -μ’ οκτώ παιδιά στην πλάτη- ήταν δεν ήτανε σαράντα χρονών. Οι μέρες που ήρθαν δύσκολες κι οι τέσσερις οι κόρες σε ηλικία. Πώς βόλτα τα ’φερνε κανείς δεν έμαθε. Μόνο σαν ήρθε η ώρα και πάντρεψε τον μεγάλο της μετά την εκκλησία, στο παζάρι -το έθιμο ήθελε άντρας ν’ ανοίξει τον χορό- η μανιά η Λένη κρατώντας νύφη και γαμπρό, στάθηκε απέναντι στα όργανα και παράγγειλε: Μπεράτι.

Ανατέμνοντας στην παρούσα συλλογή τα προσωπικά του βιώματα, ο ποιητής ιχνηλατεί τα γκρίζα σημεία που καθορίζουν εντέλει τις προσωπικές σχέσεις, καθώς και τον σπαραγμό του σώματος και του πνεύματος μπροστά στην αδυναμία της ερωτικής πλήρωσης και κατ’ επέκταση της ανθρώπινης επικοινωνίας. Στην ποίησή του, λοιπόν, ο έρωτας ως επώδυνη απουσία και ως μνήμη-πληγή συμπλέκεται τραγικά και αξεδιάλυτα με τον έρωτα ως εναγώνια αναζήτηση της πληρότητας της ίδιας της ύπαρξης, στοιχειώνοντας τραγικά τη μνήμη και τους στίχους του. Και για τούτο τα πλείστα ποιήματα της εν λόγω συλλογής μετατρέπονται σε υπαινικτικό σχόλιο τόσο για την αναπότρεπτη φθορά του χρόνου όσο και για την αδυναμία των δύο φύλων να επικοινωνήσουν βαθιά (σωματικά και πνευματικά) και να βιώσουν την αγάπη στην πληρότητά της. Πρέπει να επισημανθεί, ωστόσο, ότι παρά το γεγονός ότι έχουμε έναν άντρα ποιητή που αναλαμβάνει να αφηγηθεί ιστορίες γυναικών, η ποίησή του δεν αποκαλύπτει μόνο την άρνηση της γυναίκας να αποδεχτεί την αντρική οπτική και ονοματοθεσία του έρωτα και της γυναικείας ταυτότητας, αλλά επιχειρεί παράλληλα να αποκαλύψει και εν συνεχεία να αποσαρθρώσει ποιητικά εμπεδωμένες στην κοινωνική μας συνείδηση συμβολικές δομές που συντρίβουν τον άνθρωπο (γυναίκα ή άνδρα) γενικότερα. Και για τούτο επιτυγχάνει σε αρκετές περιπτώσεις να εκφράσει βαθιά υπαρξιακά και ερωτικά θέματα με καθολικότητα και αισθητική πληρότητα.
ΠΑΙΓΝΙΟ Μέρες την παίδευαν τα εγγόνια της. Παιχνίδι το’ χαν κάνει. Μα αυτή αμίλητη. Πες μας και πες μας γιαγιά πώς το ’κανες με τον παππού. Μέρες αμίλητη. Ώσπου δεν άντεξε κι έδωσε τέλος στο παιχνίδι τους. «Ερχόταν πότε-πότε ο παππούς σας από την ταβέρνα μεθυσμένος και με μαγάριζε.» ΣΤΑ ΔΕΚΑΕΦΤΑ Όταν βρέθηκε κρεμασμένη (είχε αγαπήσει τον θείο της στενή συγγένεια αίμα της) το σημείωμα στα πόδια της τρεις στίχοι όλοι κι όλοι έγραφε. Τώρα μάνα μπορείς να φορέσεις κόκκινα.
Σε αυτό, λοιπόν, το συγκρουσιακό και συχνά τραυματικό πλαίσιο ο ποιητής δημιουργεί μέσα από την ιστορία και την καθημερινή εμπειρία ένα μυθικό αρχέτυπο, ένα ποιητικό-γυναικείο πρόσωπο που η ομορφιά του είναι περισσότερο ελεγείο ερωτικού πάθους παρά θρίαμβος του γυναικείου αισθησιασμού. Με αυτούς τους όρους οι αφανείς γυναίκες στην ανά χείρας συλλογή δεν είναι μόνο ερωτικές και γόνιμες, εταίρες και μητέρες όπως προβάλλεται από τον κυρίαρχο ανδρικό λόγο· δεν είναι μόνο εκείνες που συντηρούν τη ζωή και που εγγυούνται τη συνέχισή της· είναι εκείνες που μολονότι βουλιάζουν μέσα στον συλλογικό, φυλετικό πόνο και το ιδιωτικό πένθος, ταυτίζονται, εντούτοις, αέναα με όλες τις μυστήριες, αρχέτυπες και αντιφατικές δυνάμεις της φύσης (γόνιμες και καταστροφικές ταυτόχρονα) και για τούτο αναγεννούνται συνεχώς μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο μιας καταπιεστικής κοινωνίας που επιχειρεί να πετσοκόψει το πρόσωπο και το όνομά τους και να αλλοιώσει το βαθύ μυστήριο της ύπαρξής τους.
Μορφολογικά τώρα τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής διακρίνονται για τη σαφή νοηματική πύκνωση και για τη στέρεή τους δομή απαλλαγμένη από πλατειασμούς και περιττολογίες. Αποφεύγονται, επίσης, οι αφηρημένες έννοιες και η επιβλαβής ροπή του στοχασμού προς τη γενικότητα, στοιχεία που θα μπορούσαν να προκαλέσουν εύκολα ρήγμα στην υλικότητα της ποιητικής εικόνας και, κατά συνέπεια, στην ικανότητα του στίχου να πυροδοτήσει τη συγκίνησή μας. Η φωνή του ποιητή, στα περισσότερα από τα ποιήματα της συλλογής, θα έλεγα ότι ισορροπεί μορφολογικά ανάμεσα σε μια προσπάθεια να φτάσει στον όσο γίνεται καθαρότερο λυρισμό και στη νοηματική πύκνωση, που επιτυγχάνονται σε αρκετές περιπτώσεις με τη λεκτική καταβύθιση στον πυρήνα της καίριας αίσθησης. Παράλληλα με τη δεσπόζουσα στη συλλογή χρήση της τριτοπρόσωπης αφήγησης αποφεύγεται η συναισθηματική διάχυση και επιτυγχάνεται η δέουσα ποιητική απόσταση από τα θέματα που εμφανίζονται επί της ποιητικής σκηνής. Κλείνοντας, τα ποιήματα της συλλογής Αφανών γυναικών συνθέτουν το λυπημένο ημερολόγιο μιας γυναικείας ελληνικής οδύσσειας, με κορυφαίες στιγμές, εικόνες επιβεβαιωτικές ενός σωματοποιημένου, αδυσώπητου πλην καταλαγιασμένου φόβου και μιας υφέρπουσας μοναξιάς. Και φαίνεται να αποβλέπουν –παρά το γεγονός ότι γράφτηκαν από άντρα- στη λογοτεχνική αποτύπωση μιας περιοχής του περιθωριοποιημένου, γυναικείου εσωτερικού κόσμου και λόγου που αντιδιαστέλλεται με τον έμφυλο διαχωρισμό, τα κοινωνικά στερεότυπα και τον κυρίαρχο, ανδρικό λόγο. Παράλληλα, αποτελούν κείμενα παλλόμενα από αυθεντική, βιωματική συγκίνηση και πρωτογενή, ψυχική ένταση.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ