[ στίχοι 1-44 ]
ΚΡΑΤΟΣ
Στης γης την άκρη, τη Σκυθία
φτάσαμε εδώ στην ερημία
που δεν υπάρχει ίχνος ανθρώπου
στο έδαφος αυτού του τόπου.
Ήφαιστε, τώρα να σε νοιάζει
ό,τι ο πατέρας σε προστάζει
και με δεσμά ν’ αλυσοδέσεις
σ’ όποιον ψηλό βράχο μπορέσεις
τον φοβερό τούτο κακούργο,
τον αδιάντροπο πανούργο,
που τ’ άνθος σου είπε να δρέψει –
για τους θνητούς το πυρ να κλέψει.
Γι’ αυτό οι θεοί τον τιμωρούνε:
στου Δία όλοι να τον δούνε
τη δύναμη να προσκυνάει –
να πάψει ανθρώπους ν’ αγαπάει…
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Κράτος και Βία, εδώ τελειώνει
ό,τι ο Δίας σας χρεώνει.
Εμένα όμως η ψυχή μου
δεν το βαστά ένα συγγενή μου
θεό να δέσω, με τη βία,
γιατί ’ναι θέλημα του Δία.
Μα ανάγκη να τον υπακούσω –
το λόγο του πώς ν’ αντικρούσω;
Της Θέμης της σοφής αγόρι,
που η σκέψη σου τραβά στα όρη,
δίχως να θες, να θέλω δίχως,
σε δένω εδώ, που μήτε ήχος
μήτε μορφή ανθρώπου φτάνει·
το δέρμα σου ο ήλιος θα μαράνει
θα λαχταράς η νύχτα να ’ρθει
του ήλιου να βγάλεις το αγκάθι
κι ευθύς το φως θα θέλεις πάλι
να λιώσουν της αυγής οι πάγοι.
Αιώνια θα ’ναι η παίδεψή σου
κι ανύπαρκτος ο λυτρωτής σου.
Τέτοια λοιπόν η πληρωμή σου
για την φιλάνθρωπη ψυχή σου.
Θεός χωρίς θεών το δέος,
γι’ αυτό σου φόρτωσαν το χρέος
άυπνος το βράχο να φρουρήσεις
γόνατο δίχως να λυγίσεις·
και όσα δάκρυα κι αν κλάψεις
το Δία δεν μπορείς να κάμψεις·
γιατί είναι πάντα αυταρχικό
κάθε καινούργιο αφεντικό!
ΚΡΑΤΟΣ
Τον οίκτο αξίζει το δικό σου
ο θεομίσητος εχθρός σου;…
που στους θνητούς έχει χαρίσει
τη χάρη σου λες κι είστε ίσοι;…
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Και η συγγένεια κι η φιλία,
δεν έχουνε καμιάν αξία;…
ΚΡΑΤΟΣ
Ίσως – μα πώς να κάνεις πέρα
τα λόγια του δεινού πατέρα;
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Γεμάτος είσαι με κακία!
ΚΡΑΤΟΣ
Δεν είναι ο θρήνος θεραπεία·
κι εσύ ματαίως μην κοπιάζεις
με όσα όφελος δε βγάζεις.
~ . ~
[ στίχοι 88-127 ]
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Άγιε αγέρα πνοών φευγάτων,
κυματιστό γέλιο κυμάτων,
δες ήλιε, Γη, τι μου ’χει λάχει
από θεούς θεός τι πάσχει…
Δείτε με τον τυραννισμένο,
που έτσι αιώνες θα υπομένω…
Να πώς λοιπόν θα με παιδεύει
ο σε θεούς που βασιλεύει.
Θρηνώ το μέλλον, το παρόν μου –
τέλος δε βλέπω αυτού του δρόμου.
Αλλά τι λέω, αφού τα ξέρω
όσα θα πρέπει να υποφέρω.
Το πεπρωμένο θ’ αντικρίζω
χωρίς καθόλου να γογγύζω.
Όσο κανείς κι αν πολεμάει,
πάντα η Ανάγκη θα νικάει.
Τη μοίρα μου δε θα μπορέσει
σιωπή ή λόγος να χωρέσει.
Δώρισα στους θνητούς ελπίδες
σε μένα όμως αλυσίδες.
Γι’ αυτούς το πυρ έκλεψα κι αίφνης
δάσκαλο βρήκαν κάθε τέχνης.
Γι’ αυτό πληρώνω καρφωμένος
εδώ στο ξέφαντο δεμένος.
Αχ, ποιος αχός κι οσμή μού φτάνει
χωρίς θνητός, θεός να εφάνη…
Ποιος ήρθε ως αυτόν το βράχο
να δει τα βάσανα που πάσχω…
Βλέπετε εμένα, το Δεσμώτη
που αγάπησε την ανθρωπότη –
και που γι’ αυτό θα τον μισούνε
στου Δία την αυλή όσοι μπούνε.
Αλίμονο, τι με ζυγώνει
και με ριπές φτερών γαζώνει
του αέρα το ύφασμα στην πλάση;…
πουλιά λες μ’ έχουν πλησιάσει…
Ό,τι έρπει προς εμένα
περιμένω φοβισμένα.
~ . ~
[ α΄ στάσιμο, στίχοι: 397- 435 ]
ΧΟΡΟΣ
Στενάζω Προμηθέα γι’ αυτές σου τις στιγμές·
τα μάγουλά μου υγραίνουν δακρυρροών πηγές.
Να πώς την εξουσία ο Δίας την ασκεί
και στους παλιούς θεούς μας κραδαίνει το σπαθί.
Στενάζει κι όλη η χώρα που ’χετε στερηθεί
τη δόξα την αρχαία τ’ αδέρφια σου κι εσύ.
Και όσοι της Ασίας την άγια γη πατούν
γι’ αυτά που υπομένεις εσένα συμπονούν.
Κι οι κόρες της Κολχίδας οι πολεμοχαρείς
και των Σκυθών το πλήθος στα πέρατα της γης
που γύρω στη Μαιωτίδα τη λίμνη κατοικεί,
της Αραβίας το άνθος στον πόλεμο που ανθεί
στο κάστρο του Καυκάσου, που στέκει στον γκρεμό –
να ξιφασκεί δεν ξέρω στρατό πιο τρομερό…
Πριν από σένα βρήκα μονάχα ένα θεό
δεμένο, δαμασμένο, σ’ ατσάλινο κλοιό –
τον Άτλαντα Τιτάνα, που μ’ άκαμπτο το νου
στις πλάτες του κρατάει το θόλο τ’ ουρανού.
Για σένα κάθε κύμα τη θάλασσα δονεί
και ο βυθός βογκώντας κι αυτός σε συμπονεί.
Για σε γεμίζει κι ο Άδης σκοτάδια βουερά
των ποταμών, για σένα, θρηνούν τ’ άγια νερά.
~ . ~
[ στίχοι: 562-573 ]
ΙΩ
Ποια χώρα; Ποιο έθνος; Ποιος να ’ναι αυτός
που τόσο υποφέρει στο βράχο δετός;
Για ποια σου αμαρτία μια τέτοια ποινή;
Η άμοιρη, πες μου, πού έχω βρεθεί;
Αχ, του οίστρου με πλήττει ξανά το κεντρί,
το φάντασμα του Άργου, της Γης το παιδί,
τα μύρια του μάτια φοβάμαι να δω
και να ’μαι κοντά σ’ έναν πλάνο βοσκό
σ’ αυτόν που ούτε η Γαία νεκρό έχει δεχτεί·
ξοπίσω μου έχει με λύσσα ριχτεί,
ορμάει απ’ τον Άδη κι εμένα πλανά
ξενηστικωμένη σε πόντου αμμουδιά.
Και στάζει τον ύπνο μ’ αυλό από κερί.
Αλί, πού με σέρνουν οι παραδαρμοί…