της ΝΑΤΑΣΑΣ ΚΕΣΜΕΤΗ
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, Τ’ ἀηδόνι!
Ὀφείλω νά ξεκινήσω εὐχαριστώντας θερμά τόν καθ. Π.Β. Πάσχο πού, πρίν ἀπό ἀρκετό καιρό, μοῦ πρότεινε ἀλλά καί μέ προέτρεψε νά ἐργαστῶ πάνω στόν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη γιά τό ἔτος Μωραϊτίδη· κάτω ἀπό τά τρέχοντα γεγονότα καί συνθῆκες τό τιμητικό ἔτος μοιάζει νά περνάει ἀπαρητήρητο… Ἡ ἴδια, πάντως, δέ φανταζόμουν πώς τό ταξίδι Μέ τοῦ Βορηᾶ τά Κύματα, ὄχι μόνο στά ταξιδιωτικά τοῦ συγγραφέα ἀλλά καί στούς τρεῖς τόμους τῶν Διηγημάτων του, θά μοῦ ἐπιφύλασσε τόσες μεγάλες ἐκπλήξεις.
Ὅσο βυθιζόμουν στά Μωραϊτιδικά Κύματα, τόσο ἰσχυρότερο αἰσθανόμουν τό χρέος νά μήν τά ἐγκαταλείψω μέ κανενός εἴδους πρόφαση. Διάβασα, λοιπόν, καί ξαναδιάβασα ὅλα τά καταγραμμένα Διηγήματα τῶν τριῶν τόμων (Ἐκδ. Γνώση καί Στιγμή, Φιλολογική ἐπιμέλεια Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου), καί τόν τόμο Μέ τοῦ Βορηᾶ τά Κύματα (Ἐκδ. Π. Κυριακίδη, μέ ἐπιμέλεια τῆς ἀναδημοσίευσης ἀπό τόν καθ. Φώτιο Ἀρ. Δημητρακόπουλο).
Τά μελέτησα μέ σταθερά αὐξανόμενο θαυμασμό, ὅπως ἐπίσης καί ἀπορίες σχετικές μέ τήν, κατά πλειοψηφία, πρόσληψη καί κριτική προσέγγιση τοῦ ἔργου ἕως τώρα. Κατέληξα στά παρακάτω γενικά συμπεράσματα:
Α) Ἔχουμε χρέος νά ἐρευνήσουμε τό σύνολο τοῦ ἔργου, καί μάλιστα οἱ νεότεροι λογοτέχνες, κριτικοί, ἀναλυτές, φιλότεχνοι, ἔτσι ὥστε νά ἀνακινηθεῖ τό ἐνδιαφέρον γιά ἕναν πρώτης γραμμῆς/σημαντικό συγγραφέα.
Β) Ἔχουμε, πρωτίστως, χρέος νά ἀπαλλάξουμε τή ματιά μας ἀπό ὅσες προκαταλήψεις τήν ἔχουν προσδιορίσει, καί ὅσες «ταμπέλες εὐκολίας» ἀποδόθηκαν τόσο στόν συγγραφέα ὅσο καί στό ἔργο του, θαμπώνοντας τήν εἰκόνα του καί περιορίζοντας τήν ὀπτική μας.
Γ) Ὅσο κι ἄν εἶναι δύσκολο, ὀφείλουμε νά τόν ἐλευθερώσουμε ἀπό τήν Σκιά τοῦ «Ἄλλου»· νά ἀντισταθοῦμε σέ κάθε ἐπιθυμία καί νά ἀποφύγουμε κάθε τάση συγκρίσεως μέ τόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη· νά ἀσκηθοῦμε στό νά ξεφύγουμε ἀπό τίς ποικίλες καί πολλές παγίδες πού καραδοκοῦν σέ κάθε βῆμα μας καί στρώνουν ἕναν πολυταξιδεμένο δρόμο εὐκολίας: νά ἐξακολουθουμε δηλαδή νά ἀντικρύζουμε τόν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη ὑπό τήν Σκιά τῆς Βασιλικῆς Δρυός τοῦ συγγενοῦς του. Ἄλλοις λόγοις πρέπει νά πάρουμε τήν στενή ὁδό:
Στενή Ὁδός γιά τήν περίπτωση τοῦ Μωαϊτίδη σημαίνει, κατ’ἐμέ, νά προσπαθήσουμε νά ἀφουγκραστοῦμε α ὐ τ ο τ ε λ ῶ ς τόν δικό του ρυθμό, τή δική του πεζογραφική φωνή, νά δοῦμε μέ μεγάλη προσοχή τήν ἀφηγηματική μαστορική του, καί ἀφοῦ τόν κατανοήσουμε, μόνον τότε νά δοκιμάσουμε συγκρίσεις. Ὁ ἀντίθετος δρόμος δέν ὁδηγεῖ παρά μόνον σέ ἐπανάληψη, ἄν ὄχι μιᾶς μεγάλης ἀδικίας, μιᾶς καταγέλαστης παραμέλησης, συνέπεια τῆς ὁποίας εἶναι ἡ δική μας στέρηση! Στέρηση ἀπόλαυσης, στέρηση καλλιτεχνικοῦ, αἰσθητικοῦ γλωσσικοῦ, νοηματικοῦ Ἤθους. Κατ’ ἐξακολούθησιν ἀποστέρηση τῶν ζωντανῶν Γραμμάτων μας ἀπό ἕνα Συγγραφικό Μέγεθος. Διευκρινιστικά ὡς πρός τήν τελευταία πρόταση καί ἐπιγραμματικά:
Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης ἀξίζει καί πρέπει να διδάσκεται σέ κάθε βαθμό ἐκπαίδευσης, ἀπό τήν πρωτοβάθμια μέχρι καί τήν τριτοβάθμια. Πρῶτοι χρεῶστες εἶναι οἱ ἁρμοδίως καταρτίζοντες τά προγράμματα διδασκαλίας. Ἕπονται οἱ διδάσκοντες, οἱ ὁποῖοι χρεώνονται νά ἐμπνεύσουν καί νά παροτρύνουν τήν ἔρευνα γύρω ἀπό τό συγκεκριμένο ἔργο.
Τώρα θά ἐπικεντρωθῶ στή δική μου μελέτη, μέ ἐπίγνωση τῶν ἀτελειῶν της. Στήν πραγματικότητα ἡ ἐργασία μου μοιάζει μέ ἰχνογράφημα πάνω σ’ ἕναν μεγάλο πεζογραφικό Χάρτη, τόν ὁποῖο περιδιάβηκα μέ ἐνθουσιασμό καί σημείωσα, σάν σέ ναυτικό ἡμερολόγιο, τούς μικρούς καί μεγάλους λιμένες στούς ὁποίους θέλω νά ξαναγυρίσω, νά ἀποβιβαστῶ γιά νά ἐξερευνήσω τήν πλούσια, καί μᾶλλον ἄγνωστη, ἐνδοχώρα τους. Ἐνδοχώρα πού μέ πρώτη, παραπλανητική τό πλεῖστον, ματιά δέν προκαλεῖ οὔτε συγκινεῖ τούς σημερινούς τουρίστες τῆς τέχνης τοῦ λόγου! Ποιούς προσκαλεῖ; Ἡ μικρή μου συνεισφορά δέν φιλοδοξεῖ, οὔτε δύναται νά ἀπαντήσει. Θά ἤμουν πολύ ἐπιπόλαιη! Αὐτό ὅμως εἶναι τό σαγηνευτικό αἴνιγμα/ἐρώτημα πού μένει καί μέλλεται, ὅπως εὔχομαι, νά ἀπαντηθεῖ.
Προτάσσω μιά μικρή εἰσαγωγή:
Ξεκίνησα τήν μελέτη μου νομίζοντας πώς θά βρῶ ἀπάντηση σέ ἕνα ἐρώτημα πού μέ ἀπασχόλησε ἀπό τήν πρώτη στιγμή, παρατηρώντας μερικές ἡμερομηνίες, καί διαβάζοντας προσεκτικά μιά παρατήρηση – ὑπαινιγμό σέ ἕνα κριτικό σημείωμα:
α) Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, γεννήθηκε τό 1850 καί κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ τό 1929. Τόν Ἰανουάριο τοῦ 1888 ἔλαβε μέρος στόν Λασσάνειο δραματικό ἀγώνα μέ τό δράμα του Πόλεως Ἅλωσις, καί τήν ἴδια χρονιά πραγματοποίησε τό πρῶτο του ταξίδι στήν Κωνσταντινούπολη. Τό δεύτερο ταξίδι του στήν Πόλη ἔγινε τό καλοκαίρι τοῦ 1900. Στά 1901 ἔγραψε τό ἔξοχο διήγημά του «Χριστός Βροσκρές», καί τήν ἴδια χρονιά τό ἱστορικό διήγημά του, μᾶλλον νουβέλα, «Παλατιανά Χριστούγεννα», πού διαδραματίζεται στήν Κωνσταντινούπολη τῶν Αὐτοκρατόρων. Καί πάλι τό 1901 γράφει τήν «Ἀρφανούλα», μέ τόν ἀξέχαστο, ἀνάμεσα στούς ἄλλους ἥρωες τοῦ διηγήματος, μπάρμπα-Σταυρῆ τόν Ξυλοπόδαρο καί ξυλόσοφο! Στά 1908 γράφει τό τελευταῖο του διήγημα «Ψυχοσάβαττον», καί κάνει ὑπακοή στόν πνευματικό του μοναχό Δανιήλ Σμυρναῖο, ὁ ὁποῖος τοῦ συστήνει νά πάψει πιά νά γράφει κοσμικά διηγήματα.
β) Στήν Καθημερινή τῆς 22ας Δεκεμβρίου τοῦ 1920, ὁ Ἡρακλής Ἀποστολίδης στό κριτικό κείμενο πού δημοσίευσε μέ τίτλο «Διηγήματα», κατέληγε ἔτσι:
[…] Σταυρής ὁ Ξυλοπόδαρος, ὁ θαυματουργός τῶν Σεπολίων, μέ τόν ξύλινον πόδα του καί τήν ὡς ραβδίον πλήττουσαν –τάκ-τάκ– ξυλίνην φιλοσοφίαν του, προσβλέπει μέ ἄφατον ἀηδίαν τήν κατηραμένην πόλιν, ὅπου «τό ἀρτιπαγές ἐμπόριον τῶν γυναικείων πίλων προβαίνει εἰς θαμβωτικήν προκοπήν, καί τά ἀθύρματα καί τά ψεύδη τιμῶνται πολύ ἀκριβώτερα ἀπό τήν ἀλήθειαν καί τήν σταθερότητα». Ὀρθῶς ἄρα ὁ Χρονογράφος, τόν ὁποῖον ἤκουσεν αὐτός νά ἑρμηνεύουν, προεῖπεν ὅσα ἐπί τῶν ἡμερῶν μας ἐπαληθεύουν ἀληθῶς κατά κεραίαν. Ὁ Χρονογράφος λοιπόν «ἔλεγε γιά τήν Πόλι, ὅτι πλησιάζει ὁ καιρός της, καί ἔκαμνεν ὅλους νά συλλογίζωνται… Ἔλεγεν ὅτι στήν Ἀθήνα θά ῤθοῦν ἀκρίβειες μεγάλες, θά ’ρθουν δυστυχίες, θά ’ρθεῖ πεῖνα καί κακή ἀσθένεια. Θά ’ρθοῦν ἀπό τήν Πόλι καί ἀπό τήν Λόντρα οἱ ὁμογενεῖς, Θά χαθοῦν τά ὑπέρπυρα, δηλαδή οἱ λίρες, καί θά φορτωθῃ ὁ κόσμος πτυκτά, δηλαδή μετοχάς καί χρεώγραφα…». Καί εἰς ἐπιβεβαίωσιν τῶν λόγων τοῦ κακοῦ μάντεως, ὁ μπάρμπα–Σταυρής, ἄλλος γέρο-Νίκος τοῦ Πηλίου, ἐκτύπα μέ κρότον εἰς τήν γῆν τόν ξύλινον πόδα του, καί τάκ-τάκ, ἀνελάμβανε τήν ἐπίπονον ὁδοιπορίαν του πρός τό τέρμα ἑνός δρόμου, τό ὁποῖον δέν θά διαβῶμεν ποτέ πλέον. [Ὁ τονισμός μέ ἔντονα δικός μου].
Τό ἐρώτημα, λοιπόν, γιά τό ὁποῖο φανταζόμουν ὅτι θά βρῶ τήν ἀπάντηση μελετώντας τά διηγήματα τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη, καί τό ὁποῖο ἐκ προοιμίου σπεύδω νά ὁμολογήσω πώς δέν ἀπαντήθηκε, ἦταν τό ἀκόλουθο μαζί μέ τά παρακλάδια του: Πῶς ἕνας λάτρης τοῦ Γένους, πῶς ἕνας λάτρης τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πῶς μιά τόσον εὐαίσθητη κεραία προαισθήσεων καί διαισθήσεων, πῶς ἕνας μάρτυρας τῆς ἀνθρώπινης δυστυχίας πλήρης ἐλέους ἀλλά καί εἰλικρινείας, δέν ἔγραψε τ ί π ο τ α γιά τά καταρρακωμένα πλήθη πού κατέκλυσαν τήν Ἑλλάδα τό 1922 : ὁρόσημο μιᾶς (ἀκόμη καί σήμερα) ἀσύλληπτης σέ μέγεθος, οὐσίας, νοήματος, καί συνεπειῶν Καταστροφῆς; Ἀποκλείεται ἕνας ἐξέχων, ἔμπειρος δημοσιοράφος καί χρονικογράφος (ἐκτός ὅλων τῶν ἄλλων) ὅπως αὐτός, νά παρέκαμψε τόσο τό μαρτύριο ὅσο καί τήν μαρτυρία. Ποιός Βοῦς τοῦ στόμωσε χείλη καί πέννα; Ἀδυνατῶ να φανταστῶ εἶναι ὁ πνευματικός του. Ἀναρωτιέμαι ἄν ὑπάρχουν διηγήματα ἤ ἄλλα κείμενα του πού χάθηκαν ἤ παράπεσαν ἤ … στό διάστημα μεταξύ 1908 ἕως τῆς τελευτῆς του. Ἀξίζει νά διερευνηθεῖ.

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης
Μέ κίνητρο τήν παραπάνω ἀπορία, ἔψαξα μέσα στούς τρεῖς τόμους τῶν διηγημάτων καί (σ)ΤοῦΒορηᾶ τά Κύματα. Δίχως καλά-καλά νά τό καταλάβω ἀφέθηκα, κι αὐτά μέ ὁδήγησαν ὅπου θέλανε τά ἴδια, κι ὄχι ὅπου προσδοκοῦσα ἡ ἴδια. Kαί νά ὥς ποῦ μέ φέρανε:
Πρῶτα-πρῶτα στόν ἔρωτα τοῦ κάλλους, ὄχι ὡς μιάν ἀποσωματοματοποιημένη ἔννοια, ἀόριστη πνευματική κατάσταση, οὔτε ὡς μιά λατρεία τῆς φύσης ἐν γένει, ἀλλά ὡς μιά ἐνσώματη λιτή, ἄν ὄχι λαμπαδηφορία, μορφῶν: μιά ἐν κινήσει πινακοθήκη ὡραίων γυναικῶν, ἀνδροπρεπῶν ναυτῶν καί καπεταναίων, ἀνθισμένων ἐφήβων καί νεανίσκων, λεβεντόγερων ἀπό τήν ὕπαιθρο ἤ τό ἄστυ. Νησιῶτες καί νησιώτισσες, στεριανοί καί στεριανές, γηγενεῖς καί ἀλλοδαποί (βλ. «Με τά πανιά», σελ. 227, Β΄τόμος), καθεμιά καί καθένας ξεχωριστός: ὄχι ἕνας τύπος ἀνήκων σέ μιά χαρακτηριστική κατηγορία, ἀλλά ἕνα εἶδος ἀνθρώπινης μορφῆς τόσο χαριτωμένης, ὥστε καί λατρευτικά ἀπεικονισμένης μοναδικότητας. Λίγο νά ἀφεθεῖ κανείς, καί τά ὡραῖα πρόσωπα ζωντανεύουν μετενσαρκωμένα σέ προσωπογραφίες τοῦ Κόντογλου, σέ ὁλόσωμες ζωγραφίες τοῦ Τσαρούχη, σέ ἀπαστράπτουσες καμπύλες καί γωνίες-γωνιές ἐρώτων τοῦ Μόραλη! Ὡσάν νά στάθηκε εὔγονη μήτρα ἡ πεζογραφία τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη γιά νά θρέψει εὐτεκνία ἀλλά καί πολυτεκνία Νεοελλήνων Ζωγράφων· εἶναι ἀδύνατον νά ἀναφερθοῦμε στό πλῆθος τῶν ὀνομάτων τους ἐδῶ, ὅπως ἐκτείνεται στίς πιό σύγχρονες ζωγραφικές ἐπιφάνειες, παλέτες πού μεταβιβάζονται καί κληροδοτοῦνται ἀπό χέρι σέ χέρι, ἀπό ὀφθαλμό σέ ὀφθαλμό.
Ἄν σταθοῦμε ἰδιαιτέρως στίς γυναικεῖες ἡρωϊδες του:
Ἀπό τήν ἀρρενωπή καλλονή τῆς Ὑπερμάχως, τῆς Καπετάνισσας, στήν «Μανουήλα», ὥς τήν ἀρχόντισσα, τήν Λάμπραινα στό «Τάξιμο», γιά τήν ὁποία θά ἀκουστεῖ τό θαυμαστικό : «Νά μιά φορά γυναῖκα !»…
Ἀπ’ τό κορίτσι μέ τό τριανταφυλλί, τή Φώτω μέ τά μαῦρα μάτια καί μέ τόν «βιαίως ἀναπαλλόμενον εὐώδη κόλπον» ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁ ξανθός νεανίας «παρέλυσεν ὡς παραλύει καί λιγώνεται ἡ ψυχή, ὥς τίς τέσσερις Ἀναραϊδες, τήν Ἐλένη, τή Μαριγώ, τή Μυρσινιώ, τή Φανιώ ὡς τήν θειά Ζωῒτσα : «Σάν κοριτσάκι πλειό» μέ τίς κόρες της τό Δεσποινιώ καί τή Σοφούλα (σελ. 211, «Τά Βακούφικα»), κι ὥς τήν Θωμαή τῆς Χρυσῆς Καδένας καί τή Μιλάχρω …
Ἄν σταθοῦμε ἰδιαιτέρως στίς ἡρωϊδες του, ἐπαναλαμβάνω, εἶναι φανερό πώς τίς λατρεύει, ὄχι ὅπως ἕνας ἡδονιστής, ἐγωπαθής νάρκισσος Ντόν Τζιοβάνι, ἀλλ’ ὅπως ἕνας ἐκστατικός, νέος ἐραστής .
Μέ τή μανία πού ἔχουμε ἀναπτύξει γιά τό πάθος, ζωγρίζοντάς το στά ὅρια τῆς σεξουαλικῆς διέγερσης (καί κατ’ οὐσίαν ἐπιτυγχάνοντας τό ἀνάποδο τῆς ἐπιθυμίας μας, δηλαδή ἐπιτυγχάνοντας νά τό… ἀποσαρκώσουμε!), εἶναι ἀναμενόμενο τό ἐρώτημα ἄν ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης φανερώνει καθόλου πάθος καί δή σκοτεινό πάθος.
Ἄς γνωρίσουμε καλύτερα τίς ἡρωϊδες καί ἥρωές του, ἀπαντῶ. Προηγουμένως, ὅμως, προσπαθώντας νά ἀποβάλλουμε πολλές παροπίδες, δημιουργημένες καί ἀπό κατακλυσμούς κινηματογραφικῶν κατασπαραγμῶν πάθους, πού ἔχουν ἑδραιωθεῖ στήν περιοχή τοῦ ὑποσυνειδήτου μας. Πιό συγκεκριμένα:
Ὁ Μωραϊτίδης ὡς ἰδιοσυγκρασία φαίνεται πώς διέθετε ἕνα σπάνιο ψυχικό χάρισμα, αὐτό τῆς ἐνσυναίσθησης (empathy)· ὡς ἐκ τούτου διακονοῦσε κατά φυσικό τρόπο τό μυστήριο τῆς Τρυφερότητας. Φαίνεται ἀκόμη πώς εἶχε ἀναπτυγμένες ποικίλες φωτεινές θηλυκές ποιότητες τῆς ψυχῆς, ὅπως τήν στοργή, τήν φροντίδα, τό ἔλεος, τήν γλυκύτητα. Γι αὐτό καί δέν παύει νά ὑμνεῖ τήν μητρική ἀγκάλη σέ πλῆθος, κυρίως ὑπερηλίκων, ἡρωϊδων. Ὅμως μία καί μόνη γραία, Ἡ θειά-Γερακοῦ, στό διήγημα «Τό Τάξιμον», ἀρκεῖ νά ρίξει τό σκοτάδι της γιά νά ἀποδείξει ἄν ὁ δημιουργός της γνώριζε τό δαιμονιῶδες τοῦ πάθους… ἡ Θεομπαίκτρια!
Ὅσο κι ἄν κινδυνεύω νά χαρακτηριστῶ ὑπερβολική, δέν διστάζω νά πῶ ὅτι ὑπάρχουν σελίδες τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη πού θά στέκονταν ἰσάξια καί ἐπάξια μέ σελίδες τοῦ Τόμας Χάρντυ (Ἰούνιος 1840 –11 Ἰανουάριος 1928)! Περιγραφές προσώπων καί τόπων παρόμοιας δύναμης καί μαγείας μέ αὐτές πού συναντᾶ κανείς στήν Ἐπιστροφή τοῦ Γηγενῆ (Τhe Return of the Native), γιά παράδειγμα.
Ὑπάρχει μιά στυλιστική δεξιοτεχνία, πού δέν θά εἶχε τίποτα νά ζηλέψει ἀπό ἐντελῶς διαφορετικούς Μαϊστορες τοῦ Ὕφους, ὅπως λ.χ. τόν πολύ Χένρυ Τζέημς! Μάλιστα, τόν Ηenry James (15.4.1843-28.2.1916), μέ ὅλη του τήν ἀφηγηματική ἰδιοτυπία. Ἄν δέν ἤμασταν τόσο μίζεροι, τόσο κομπλεξικοί ἀπέναντι στά «πιό δικά μας», δέν θά τολμούσαμε νά περιορίσουμε σέ νοσταλγικές ἠθογραφίες, καί εἰδυλλιακές σκηνές ἀγροτικοῦ βίου, σέ θρησκόληπτες ἤ εὐσεβίστικες μικρογραφίες, τό εὖρος τῶν διηγήσεων τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη. Χρειάζεται ἕνα ἅλμα πού μέχρι τώρα δέν ἤμασταν σέ θέση νά τολμήσουμε, καί θά ἀπαιτηθεῖ μακρύς καιρός ἀκόμα ὥσπου νά ἔχουμε την ἄνεση, τήν εὐελιξία καί τή ρώμη νοῦ καί συναισθήματος γιά νά μήν τό φοβόμαστε: Ἅλμα ἀπό τά ὅρια τοῦ Ψυχολογικοῦ Ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς μας, στήν ἀπεραντοσύνη τοῦ Ὀντολογικά Στερεωμένου Προσώπου. Ὁ Μωραϊτίδης οὔτε ἐνδιαφερόταν, οὔτε ἤθελε νά κάμει ψυχολογικές ἀνατομίες. Δημιουργοῦσε ὁλόκληρα πρόσωπα, χτισμένα καί ἐξακτινωμένα γύρω ἀπό τό Ζωντανό τους Κέντρο, κι ἄς ἦταν μικρά, κι ἄς ἦταν «ἀσήμαντα καί ταπεινά». Σ΄αὐτό θεωρῶ πώς ὀφείλεται ἡ ἀνοιχτοσύνη του.
Δεύτερον: Δέν ἦταν φιλόσοφος καί ὡς ἐκ τούτου δέν ἦταν «Σοβαρός»! Ἡ σατιρική ἐφημερίδα Ἀγορά πού ἄρχισε νά ἐκδίδει τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1874, ἔβγαλε 68 φύλλα σέ δύο περιόδους. Ἔχουν διασωθεῖ φύλλα; Ἔχει μελετηθεῖ ἡ Ἀγορά; Δέν γνωρίζω. Στήν πεζογραφία του ὅμως, τό χιοῦμορ του τόσο λεπτό ἕως δυσδιάκριτο, τόσο διάχυτο, τόσο παρόν… ἐκεῖ πού δέν τό φαντάζεται κενείς, καί ἡ σάτιρα του τόσο χαρούμενη, πού πάρα πολλά διηγήματα, ἰδωμένα συνολικά, μποροῦν νά βροῦν δικαιωματικά τό ἀνάλογό τους, ἰδίως ὅταν πρόκειται γιά χαρές καί χωρατά, γιά εὐθυμία σέ πανηγύρεις ἀλλά καί παντοῖες συνάξεις, στήν Merry England τῶν Τhe Pickwick Papers τοῦ Ντίκενς!
Τρίτον: Ὅταν πρόκειται γιά ἀτυχήματα, λύπες, δυστυχίες, ἀναδεικνύεται μακρόθυμος ρεαλιστής, ἀλλά πάντως ρεαλιστής. Δέν ἐξωραῒζει οὐδέν. Παραμένει νηφάλιος ἀλλά συμπάσχων παρατηρητής, μιᾶς ποιότητας καί εἰλικρίνειας, γιά παράδειγμα Σκαλικάντζαρου (Τόμος Α΄). Πράος, νηφάλιος, γλυκύς, ἔξοχος παρατηρητής τῶν πραγμάτων, μέ μάτι ἀετοῦ. Ταυτοχρόνως, ὅσον ἀφορᾶ στήν γλώσσα του, δεινός στήν τόλμη του μαῒστορας.
Γιά παράδειγμα, στήν σελ. 145 τοῦ Α΄τόμου τῶν Διηγημάτων, στόν ἴδιο διάλογο ἀνάμεσα στά ἴδια πρόσωπα, δέ διστάζει νά χρησιμοποιήσει καί τή ντοπιολαλιά καί τήν καθημερινή δημοτική τῆς ἀφήγησης. Ἀποτελεῖ μιά εὐρύτατη γλωσσική ἀγκαλιά. Δέν ὑπάρχει γι’αὐτόν «μεικτή γλώσσα»! Ὅλα ἀνήκουν στό πέλαγο τῆς Ἑλληνικῆς, τό ὁποῖο διαπλέει μέ τόση σιγουριά καί ἄνεση, ὅση ὁ καλύτερος καί ἐμπειρότερος ἀπό τούς Καπετανέους πού μνημειώνει.
Τέταρτον: Αὐτόφωτος, ἰδίῳ δικαιώματι ἔξοχος, καί καθ’ ὑπερβολήν παραμελημένος. Καιρός νά ἀρθεῖ ἡ ἀδικία. Δέν εἶναι μόνον ὁ ἄλλος Ἀλέξανδρος. Εἶναι ὁ μοναδικός Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης. Τοῦ ὀφείλονται, ἄνευ συγκρίσεων, ἐκ νέου ἀναγνώσεις, κριτικές, σχολιασμοί. Ἡ ἴδια δέν θέλω οὔτε νά κρύψω, οὔτε νά μετριάσω τόν θαυμασμό πού μοῦ προκαλεῖ, τώρα πού πείρα καί ἡλικία, δέν συγχωροῦν συναισθηματικές ἤ ἄλλες ἐπιπολαιότητες. Κι ἄν εἶναι νά γίνουν συγκρίσεις ,ἄς διευρύνουμε τό ὀπτικό μας πεδίο τολμηρά: τίποτα δέν ἔχει νά ζηλέψει –καί δίχως ἐπιφυλάξεις ἐπαναλαμβάνω– ἀπό τις, λεπτότατης ὡραιότητος ἀλλά καί ὀξύτητος, ἐπισκοπήσεις τοῦ Τόμας Χάρντυ· τίποτα ἀπό ἕναν τόσο διαφορετικό κοσμοπολίτη «γείτονα» ὅπως ὁ Ἴταλο Σβέβο (1861-1928)! Κι ἄν κανείς σκεφτεῖ: τί ἀνοησίες εἶναι αὐτές, νά βάζει δίπλα στόν δικό μας τήν τραγικότητα τοῦ Χάρντυ, ἀπαντῶ: ἔχει σημασία ποῦ ἑστιάζει κανείς τόν φακό του, πόσο ἐπίμονα ψάχνει καί πόσο ἀφήνεται στό νά ἀφουγκράζεται σέ ποιά παράτολμα τοπία τοῦ ἀ λ λ ο ῦ, τόν ὁδηγεῖ ἡ μνήμη της καρδιᾶς του, πού εἶναι Μνήμη Συγκινήσεων, Ἐκστατικῶν Στιγμῶν, Μνήμη ἀναγνωστικῆς εὐφροσύνης, ἀπόλαυσης, ὑψηλῆς ἡδονῆς. Κανένας, εἴτε μελετητής εἴτε ἀναγνώστης πού παραδίνεται ὁλόκληρος στόν ἀνατομικό, ἀποδομητικό ἤ ἐπιστημονικό νοῦ του, δέ θά συμφωνήσει μαζί μου. Μᾶλλον θά μέ λοιδωρήσει. Παραταῦτα, ὅλοι οἱ παραπάνω συγγραφεῖς δέν… ἀπομαγεύουν. Ἀντιθέτως, μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο, Μαγεύουν καί ταυτοχρόνως δημιουργοῦν Μαγεμένες Ψυχές! Τουτέστιν Ζωντανές κι ὄχι τεχνολογικά ἀπονευρωμένες.
Ἔτσι καί ὁ Μωραϊτίδης. Δέν ἀναφέρομαι, βεβαίως, οὔτε στά γενικά οὔτε στά μερικά σημεῖα. Ἀναφέρομαι στίς ποιότητες ἐκεῖνες πού εἶναι συγγενικές. Ὀφείλω, ταυτοχρόνως, νά τονίσω καί πάλι πώς: ἄν σέ κάτι ὁλοσχερῶς διαφέρει ἀπό ὅσους συγγραφεῖς, ἐνδεικτικά ἔστω, ἀνέφερα ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, εἶναι στό ὅτι δέν ἀνεβάζει σέ Ἀφηγηματικά Ὕψη ψυχολογικούς Τύπους. Οὔτε προσόψεις οὔτε… κατόψεις, οὔτε συμβολικές μορφές ἤ στοιχειωμένα πλάσματα κάποιου ὑπερδιεγερμένου φαντασιακοῦ ρεαλισμοῦ. Ὁ ρεαλισμός του εἶναι σαφής ὅσο κεκαθαρμένο, δηλαδή ὑγιές, εἶναι τό συναίσθημα πού τόν ὑποστηρίζει, ἔτσι ὥστε ὅ,τι κι ὅσα οἰκοδομοῦνται νά σχηματίζουν μιά φιλάνθρωπη ἀλλά καί ἀνοιχτή (βεβαίως νοσταλγούμενα αὐτοκρατορική) ἐκκλησιολογία, στήν ὁποία καί ἀνήκουν.
Ὡς μή θεολόγος, ἀφ’ ἑνός ἀνησυχῶ γιά τό πῶς μπορεῖ νά ἐκληφθεῖ ὁ ὅρος ἐκκλησιολογία σήμερα, ἀφ’ ἑτέρου δέν εἶμαι σίγουρη ἄν ἦταν ὀρθότερη ἡ λέξη ἐκκλησιαστικότητα. Παραταῦτα διατηρῶ τή λέξη, χωρίς νά ἐπιχειρήσω νά τήν ἑρμηνεύσω. Προτιμῶ καί προκρίνω τήν ἐμπιστοσύνη μου στή μαστοριά τοῦ συγγραφέα νά ἀποκαλύψει τό περιεχόμενό της στά ἔργα του, ἀποδίδοντάς τήν ἀνακαινισμένη σέ ἀπροκατάλυπτους, εὐρύνοες καί θερμούς νέους ἀναγνῶστες· οἱ ἐπαϊοντες πάλι, ἄς τήν κρίνουν: μπορεῖ νά τήν δεχτοῦν, νά τήν ἀπορρίψουν ἤ νά τήν διορθώσουν.
Ἐδῶ, στόν παράδοξα εὐλογημένο, ἀνυπότακτα χαωτικό τόπο μας, ὅπου χρόνια καί χρόνια καμάρα δέν στεργιώνει, κι ὅπου οἱ κάθε λογῆς ἄρχοντες μαγεύονται ἀπό τά μηχανικά – κουρδιστά, ἄψυχα πουλιά, μολοντοῦτο :
Νά ζῆτε λέει τ’ ἀηδόνι !
Ὁ ἀφανής μας θησαυρός, τ’ ἀηδόνι τοῦ Αὐτοκράτορα, Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης.
ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ