~.~
ΚΟΜΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ
Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα,
δέντρο που ξερίζωσαν του καιρού οι ανέμοι,
άφησέ με νά ’χω κάτι κι από σένα,
παρδαλή πατρίδα εξαχρειωμένη,
άφησε μαζί μου σουβενίρ να πάρω
για όσες πίκρες μού ’δωσες, κάθε σου χτικιό,
σουβενίρ της λέρας, της βλακείας καπάρο,
μόνο λίγο κόμμα, κόμμα ελληνικό.
Κόμμα αναστημένο μες στα βουρκονέρια,
κόμμα βουτηγμένο στην ψευτιά, στη φτήνια,
κόμμα ταϊσμένο με λογής ξεφτέρια,
κόμμα που σημαία το ’χουν τα σαΐνια,
γαλανό και πράσινο κι ερυθρό κοπάδι
που όλο ατσιδοσύνη ζέχνει κι εμετό,
κόμμα που την κάλπη του έστησε στον Άδη
κι ο Αρχηγός του ανέτειλε απ’ τον οχετό.
Κόμμα που όλα γύρω τα ’χει κάνει στάχτη,
που όσα όρθια στέκαν τά ’χει όλα γκρεμίσει,
τ’ άγια που έχει θάψει μέσα στην απάτη
κι έχει όλα τα τίμια στην κοπριά κυλήσει
από την Ακρόπολη ώς το Εικοσιένα,
που έχει κάνει σούργελο κάθε προκοπή,
κόμμα που ένα κόμισε δώρο στον καθένα:
αναγούλα κι όνειδος, πόζα και πομπή.
Το έμβλημά σου, κόμμα μου, πάνω στο ψυγείο
να κολλήσω θέλω, άθλιο θυμητάρι,
κι όταν θα σε βλέπω, μ’ ένα γέλιο κρύο
να χλευάζω ολόκαρδα την αισχρή σου χάρη.
Η δική σου η θέα να με αηδιάζει
κι όσο κι αν πεινάσω, όσο κι αν διψώ,
μια ματιά στην όψη σου λες θα με προστάζει
πίσω στην Ελλάδα να μην ξαναρθώ.
Κι αν το ριζικό μου –κωμικό το μαύρο–
άθελά μου κάποτε με γυρίσει πίσω,
τη στερνή μου εκδίκηση μέσα σου εγώ θά ’βρω
όλη αυτή τη βρώμα σου, κόμμα, αν αυγατίσω.
Μες στον σκουπιδώνα σου μόνο να πεθάνω,
τίποτα δεν ξέρω πιο λυτρωτικό,
να σαπίσω σύγκορμος στη σαπίλα επάνω,
κόμμα άθλιο πτώμα, πτώμα ελληνικό.
ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΑΡΕΛΗΣ