Στις απόκριες λόγω κορωνοϊού δεν βάλαμε μάσκες. Μετά η ζωή άλλαξε. Δεν χρειαστήκαμε τις καθημερινές, περάσαμε κατευθείαν στις ιατρικές. Όσοι βρήκαν δηλαδή, γιατί εξαρχής υπήρξε μεγάλη έλλειψη. Έμεινε το πρόσωπό μας γυμνό. Και το γυμνό πρόσωπο είναι εύθραυστο σαν το γυαλί και συχνά κόβει. Κάθομαι πολλές ώρες στο μπαλκόνι και κοιτώ. Μετά γράφω επιστολές στον εαυτό μου. Φωτογραφίζω μια εποχή και μια πραγματικότητα. Γεννά μια ηδονή η αποτύπωση του πρωτόγνωρου. Φαντάζομαι έτσι θα ένιωθε ο Όττο Ντέπε, ο Γερμανός ανταποκριτής που παρακολουθούσε ζωντανά στα άδυτα της NASA το 1969 την προσσελήνωση του Απόλλωνα 11. Τότε ζούσαν την προσσελήνωση του Απόλλωνα 11, τώρα ζούμε την προσγείωση του COVID-19. Αποτυπώνω μικρά στιγμιότυπα με τη σιγουριά ότι οι άνθρωποι μοιάζουν. Υποθέτω πως παντού, σε όλη τη χώρα, θα έχουμε παρόμοιες συμπεριφορές, ότι το μικρό είναι ένδειξη του ευρύτερου. Δεν πιστεύω ότι η καινούρια κατάσταση θα μας αλλάξει προς το καλύτερο. Ο καθένας είναι όπως είναι. Αυτός που βλέπει αλλιώς τα πράγματα λόγω των συγκεκριμένων συνθηκών, σύντομα, μόλις αλλάξουν, θα δει πάλι με τον τρόπο που έβλεπε. Ο σκληρός εργοδότης θα γίνει ακόμη πιο σκληρός, το θύμα περισσότερο θύμα και οι αδύναμοι δεν θα ξέρουν πού να κρυφτούν. Λίγοι θα αλλοιωθούν εσωτερικά σαν τον Οιδίποδα. Θα τους καταλάβουμε, γιατί θα κυκλοφορούν τυφλοί και θα προφητεύουν. Δεν ξέρω ωστόσο η έκρηξη του ηφαιστείου που σιγοβράζει πόσο καταστροφική θα είναι. Εύχομαι η σκόνη και τα αέρια να μην κρύψουν τον ουρανό, γιατί πολλοί θα πεθάνουν από ασφυξία.
Παρακάτω σας περιγράφω πώς κύλησε η ζωή τον πρώτο μήνα του ακούσιου εγκλεισμού στη γειτονιά μου, μια μικρή γειτονιά των Τρικάλων, κοντά στο κέντρο της πόλης.
Τις πρώτες μέρες τα αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν στα σούπερ μάρκετ και οι επιβαίνοντες ξεφόρτωναν αγαθά σε μεγάλες τσάντες. Μια αίσθηση συντέλειας ήταν απλωμένη παντού. Μετά ήρθαν οι απαγορεύσεις, οι βεβαιώσεις εξόδου, το κλείσιμο της αγοράς. Οι δρόμοι άδειασαν. Κλειστήκαμε μέσα. Πολλοί απ’ την αμηχανία τους, επηρεασμένοι από τάσεις που έβλεπαν στην τηλεόραση να ισχύουν σε άλλες χώρες ή να προωθούνται μέσω του διαδικτύου έβγαιναν στα μπαλκόνια και χειροκροτούσαν για διάφορους λόγους. Ένας τρομπετίστας από την μπάντα του Δήμου έπαιζε στο μπαλκόνι κάθε απόγευμα για πολλές ώρες. Τον ενθάρρυναν μερικά μπράβο και κάποια χειροκροτήματα, αλλά, όταν το κακό παράγινε, τα «σκάσε» και τα «μας τρέλανες» ευτυχώς λειτούργησαν και πήρε το μήνυμα.
Στη συνέχεια τα πράγματα εξομαλύνθηκαν κάπως. Δειλά δειλά τα απογεύματα ο δρόμος μας γέμισε κόσμο όλων των ηλικιών που περπατούσαν με μια διπλωμένη βεβαίωση εξόδου -ή το κινητό με το μήνυμα- και την ταυτότητα, φορώντας, όσοι βρήκαν, μάσκα χειρουργείου και γάντια μιας χρήσης. Κάποιοι ηλικιωμένοι, πεπληγμένοι από τη μοναξιά, πλησίαζαν τα μπλόκα της αστυνομίας ρωτώντας κάτι έτσι για την κουβέντα ή για να ελεγχθούν και να δείξουν πόσο ευπειθείς και νομοταγείς είναι.
Την Τέταρτη εβδομάδα, όταν κρούσμα δεν εμφανίστηκε στην πόλη, τα νέα παιδιά μαζεύονταν σε αυλές και διαμερίσματα. Ο διπλανός μας έκανε πάρτι. Πείραξε το γλωσσίδι της εξώπορτας της πολυκατοικίας και μέχρι το πρωί ακούγαμε γέλια και κιθάρες, από άγνωστο αριθμό ατόμων.
Η κυρία Μαρία που ανήκε στην κατηγορία «ει Κύριος μεθ’ ημών, τις καθ’ ημών;» σέρνοντας το πονεμένο από τα αρθριτικά πόδι της και με χαρτί στην τσέπη που έλεγε «αθλητική δραστηριότητα» πλησίαζε στο ναό της γειτονιάς και χωνόταν από ένα παραπόρτι μέσα. Ανέβαινε στο γυναικωνίτη και κρυμμένη σχεδόν παρακολουθούσε τη λειτουργία την Κυριακή και τις προηγιασμένες, όταν γίνονταν.
«Δεν φοβάσαι;» Τη ρώτησα με νόημα μια μέρα που τη συνάντησα στη λαϊκή. «Πέρασα στην αντίσταση» ψιθύρισε και μου έκλεισε το μάτι.
Ο απέναντι παίζει τάβλι με τα παιδιά του και προσπαθώντας να ερμηνεύσει αυτό που ζούμε, ανάμεσα στις ζαριές ρίχνει και θεωρίες συνωμοσίας. Η Μέρκελ, ο Τράμπ, οι Κινέζοι και ο Ερντογάν είναι οι μεγάλοι συνωμότες. Τα ονόματά τους συνοδεύονται από έναν οχετό υβρεολογίας.
Γενικότερα οι ρουφιάνοι και οι δικομανείς βρήκαν τη χαρά τους. Τηλεφωνούν καθημερινά στην αστυνομία για να καταγγείλουν πότε μια πολύτεκνη οικογένεια γιατί περπατούν όλοι μαζί, πότε μια παρέα που δεν κρατά την απόσταση των δύο μέτρων ή έναν ιερέα που έβαλε κόσμο στη λειτουργία.
Οι νταήδες περιορισμένοι στο σπίτι με τα παιδιά στα πόδια τους, βρίζουν και δέρνουν τις γυναίκες τους για εκτόνωση, ενώ οι γύρω σταθερά σιωπούν μην χαλάσουν την παράδοση της συνενοχής και της αδιαφορίας.
Κατά τα άλλα ένα αίσθημα πνιγμού σφίγγει το λαιμό όλων, αφού οι δουλειές σταμάτησαν, τα χρήματα δεν φτάνουν και το μέλλον φαίνεται σκοτεινό και δυσοίωνο. Πριν λίγες μέρες στο σούπερ μάρκετ δύο τσακώθηκαν για τη σειρά. Ένας περιπατητής χωρίς βεβαίωση εξόδου χτύπησε έναν αστυνομικό, δυο γείτονες βρίστηκαν για την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση. Ορισμένοι βάζουν τέρμα το στερεοφωνικό σαν να έχουν γλέντι. Ο μακροχρόνιος εγκλεισμός έβγαλε από μέσα μας τα άγρια ένστικτα. Χθες επίμονα ένας ιδιοκτήτης ζητούσε από το θυροτηλέφωνο στο νοικάρη το νοίκι. Εκείνος έλεγε ότι θα δώσει το εξήντα τοις εκατό βάσει νόμου, μόλις επιστρέψει στη δουλειά κι ο ιδιοκτήτης φώναζε για να ακούσουν όλοι ότι η υπομονή του εξαντλήθηκε. Έφτασε πράγματι η υπομονή στα όριά της. Βρέθηκα επιστρέφοντας από το μπακάλικο της γειτονιάς μπροστά σε δυο αρσενικές γάτες που μάλωναν στον δρόμο. Κοιτάζονταν στα μάτια και ήταν έτοιμες να κατασπαράξουν η μία την άλλη. Ευχήθηκα να μην είναι προϊδεασμός για ο,τι θα ακολουθήσει στους ανθρώπους στη συνέχεια.
Η γειτονιά μας, ο δρόμος μας, αν και κοντά στο κέντρο, καταλήγει έξω από την πόλη, στους αγρούς. Ο Ληθαίος, αθώος, κυλά όπως πάντα και ξεδιψά τη γη και τα δέντρα. Με το όνομά του αιώνες προτείνει τη Λήθη. Όμως οι άνθρωποι δύσκολα ξεχνούν. Μαθαίνουν απλώς κάποτε να ζουν με τις πληγές τους. Αυτή την εποχή είναι όλα ανθισμένα. Όταν μπορούμε, βγαίνουμε με τη γυναίκα μου και περπατάμε. Αρπάζομαι από την ομορφιά, προσεύχομαι και ελπίζω. Δεν ξέρω σε τι ελπίζω. Ωστόσο έχω πολλή ανάγκη μέσα σε όλον αυτόν το χαμό, έστω και αόριστα, να ελπίζω σε κάτι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΑΝΑΡΓΙΩΤΗΣ