ΑΝΑΚΥΚΛΗΣΗ
Ξημερώνει. Ἀνατέλλει ξανὰ στὸν ὁρίζοντα
νὰ κυλᾶ ξεκινάει ἡ μέρα.
Καὶ κάπου στὴν καμπύλη κίνηση τοῦ ἥλιου
πιστὴ σὲ κάθε ὑλοτόμηση ϑά ‘ρθεις
πέλεκυς —ἀποψίλωση τοῦ λογικοῦ—
ϐοὴ ϑάλασσας ἀπὸ κοχύλι νὰ ὑπομνήσεις
πὼς ἡ οἰκολογικὴ καταστροφὴ
(κάτω ἀπ’ τὸ ἔντεχνο ϕῶς τῶν ἄστρων)
κρύβει κι αὐτὴ τὴ μαγεία της.
~.~
ΝΑΥΑΓΙΟ
Μοιάζουν ὅλα τώρα τόσο μακρινὰ
τοῦ χθὲς τὰ ϕῶτα σβήνουν στὴν ὁμίχλη.
Ὅ,τι σοῦ ἀγάπησα εἰλικρινὰ
τώρα ὅλα μοιάζουν τόσο μακρινά,
κι ὅσα ἐγωιστικὰ σοῦ τά ‘κρινα
στίχοι ἀπ’ τὸ ναυάγιο στὴν «Κίχλη»
τώρα μοιάζουν· ὅλο σ’ ἀπομάκρυνα
στοῦ χθὲς τὰ ϕῶτα. Σβήνω στὴν ὁμίχλη.
~.~
ΘΡΙΑΜΒΟΣ
hominem te memento [1]
Μιὰ ϕωνὴ μοῦ μιλᾶ στὸ αὐτί,
ψιθυρίζει νὰ μὴ ξεχάσω.
Ναί, ϑὰ ζήσω γιὰ πάντα! Θὰ ὑπερβῶ
τὸ πέρας κάθε πιθανοῦ αἰσθήματος,
γιατὶ αὐτὸ ποὺ νιώθω διαστέλλεται
πιὸ γρήγορα κι ἀπ’ τὸ ϑνητό μου σύμπαν.
Σ’ ἀγαπῶ. Δὲν ξέρω ἂν σοῦ τό ‘πα.
Λησμόνησα πῶς στρώνεις τὸ τραπέζι
πῶς ρίχνεις στὸ ϕαγητὸ ἁλάτι —
συνήθισα τὴ γεύση σου. Ἔρχομαι σπίτι.
Ἔξω, χαλάει ὁ κόσμος. Ζητωκραυγάζει
πετάει κομφετὶ ἀπ’ τὶς πολυκατοικίες
τῆς ἀντιπαροχῆς. Τί σοῦ ‘δωσα
τί μοῦ ‘δωσες ποτὲ δὲν ϑὰ ξεχάσω.
Ἡ ϕωνή σου, δουλική, ἐπανέρχεται
καθ’ ὅλην τὴν ἐξόδιο πομπή· χρυσὸ
στεφάνι μοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιά,
ἀνάλατο σερβίρει τὸ στερνό μου γεῦμα.
Αἰώνια πὼς σὲ ἀγαπῶ, πάντοτε
ϑὰ τὸ ϑυμᾶμαι.
[1] hominem te memento (= ϑυμήσου ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος)· κατὰ τὸν θρίαμβο —τὴν ἐπινίκιο πομπὴ τῶν ρωμαϊκῶν στρατευμάτων στὴ Ρώμη, ἀπ’ τὸ Πεδίον τοῦ Ἄρεως πρὸς τὸ Καπιτώλιο—, ἕνας δοῦλος ϐρισκόταν στὸ ἅρμα τοῦ προεξάρχοντος Στρατηγοῦ ψιθυρίζοντάς του αὐτὰ τὰ λόγια.
~.~
ΠΥΞΙΔΑ
Ἐδῶ οἱ δρόμοι μας χωρίζουν.
Ἐσύ, Liverpool street καὶ μετὰ ϐαπόρι
πρόσω γραμμὴ γιὰ τὰ χάιλαντ’ τῆς Σκοτίας,
ϑέση πρώτη, καμπίνα καὶ ϕινιστρίνι
γιατὶ τέλειωσαν ὅλα κι ἡ καρδιὰ
πόθησε τὸ ϐορεινό σου δέρμα νὰ χτυπήσει
ἀεράκι — νὰ ϑυμηθεῖ
ματζουράνα, ἄγριο σκόρδο καὶ κράνμπερι.
Ἐγώ, πίσω ὁλοταχῶς πρὸς τὸ γαλάζιο·
πράσινη γραμμή, στάση Φάληρο. Θέση μία
κενή, ἐστρωμένη στ’ ἀμπάρι μιᾶς τριήρους
γιατὶ τέλειωσαν ὅλα κι ἡ καρδιὰ
πόθησε τὸ νοτινό μου δέρμα νὰ χτυπήσει
ἥλιος — νὰ ϑυμηθεῖ
ἱδρώτα, πολεμικὸ κουπὶ κι ἁλάτι.
― Κλεῖσε τὰ μάτια. Ἀκοῦς τὸ τυμπάνισμα;
Δίνει τὸν ρυθμὸ τοῦ ἐμβολισμοῦ.
(Σ’ ἔχω στὸ κέντρο. Δὲν μοῦ ξεφεύγεις).
― Κλεῖσε τὰ μάτια. Νιώθεις τὸ χάιδεμα;
Οἱ μυρωδιὲς χτενίζουν τὰ μαλλιά σου.
(Σὲ ϕιλῶ. Σ’ ἔχω στὴν ἀγκαλιά μου).
Ὅσο ξεχαστήκαμε γελώντας στὸν σταθμὸ
ξεχαστήκαμε. Τώρα, σοβαροὶ ἐν πλῷ, πελαγώνουμε —
χάσαμε τὸν μπούσουλα. Βορρᾶς ἐσὺ ἐγὼ Νότος.
Ἴδια γραμμή, ἀντίθετη κατεύθυνση.
~.~
ΝΑΟΣ
Σὲ ἀρχαῖο ναό, μὲ ζωφόρο ἢ τρίγλυφα
τὸ ἄγαλμά σου. Ἀπ’ τὸν ὀπισθόδομο ϕῶς
κι ὁ ὑφασμένος πέπλος στὸ ἀνατολικὸ ρεῦμα.
Γύρω σιγοκαῖνε λέβητες
οἱ ἀσθενεῖς κοιμοῦνται νὰ σὲ δοῦνε ὄνειρο.
Ἀπ’ τὸν σηκὸ ϐήματα παιδιῶν ποὺ τρέχουν
καὶ στὰ πόδια σου προσφορές,
ἡ μεγαλύτερη ϑυσία —
ἐγώ.
~.~
ΚΑΡΔΙΟΓΡΑΦΗΜΑ
Βγῆκαν οἱ ἐξετάσεις. Στὸ ἑξῆς προσοχή.
Σύμπτυξις καὶ ἀνασυγκρότησις, καθὼς λένε.
Νὰ μετρήσουμε τὶς δυνάμεις μας. Τί μᾶς παίρνει
τί δὲν μᾶς παίρνει, νέοι ἄνθρωποι μὲ ὄρεξη
καὶ πάθη πολλά, ὅμως ϕύσις ἀσθενής (μᾶλλον
ἐκ γενετῆς) — ἄτιμη κληρονομικότης.
Καὶ ϕυσικά, πᾶν μέτρον στὶς συγκινήσεις.
Καρδιά μου! Μὴ μ’ ἐγκαταλείπεις τώρα.
Μὴν προδίδεις τὸν ἀγαπημένο σου σύζυγο
τὸν κουβαλητή, τὸν ἐραστή, τὸν πατέρα
τὸ παιδὶ πού (μᾶλλον) σ’ ἔχει ἀνάγκη.
Ἀπ’ τὸ τραῖνο τῆς σάρκας ποὺ ἀνεβήκαμε
χέρι-χέρι μὴν πηδήξεις τὸν ἄρρωστο
ἐμένα στὸ κρεβάτι, λυπήσου.
Θέλω τόσο νὰ κάνουμε τὶς ϐόλτες μας
ὅπως παλιά. Ὑμηττό, Πεντέλη, Πάρνηθα
νὰ περπατήσουμε ξανὰ ποθῶ· μὴ μᾶς προδίδεις.
Οἱ ταχυκαρδίες δὲν ϑὰ σὲ ϐγάλουν πουθενά —
οἱ σκηνές, οἱ ζήλειες, οἱ παρακολουθήσεις
δὲν σοῦ πρέπουν. Διότι (ναὶ μὲν ἀλλά) μᾶλλον
ϕέρεις, ἐκ παραλήψεως, κι ἐσὺ εὐθύνη.
Βέβαια, γιὰ νὰ εἴμεθα ἀπολύτως εἰλικρινεῖς
ὑπῆρξα κι ἐγώ, μᾶλλον, αἴτιος. Καταχρήσεις,
καθισιό, κακὴ διατροφὴ καὶ ἄσκησις μόνον
(πέρασε κι ὅλας ἕνα ἑξάμηνο;) τὸ τὲστ
κοπώσεως ποὺ ἀθέλητα μὲ ὑπέβαλε
ἡ ϑρασεία ἐκείνη (μὰ χυμώδης) νοσοκόμα·
τί περίπατος ἦταν αὐτὸς Θεέ μου! —
ἐξαντλήθηκα. Καὶ τώρα ποὺ τὸ σκέπτομαι
δηλαδή, χωρὶς ζέσταμα τὴ στοιχειώδη προπόνηση
—νέος ἄνθρωπος μὲ ὄρεξη καὶ πάθη πολλά—
στὴ δοκιμασία, μᾶλλον, ἀπέτυχα· ξυπόλητος
ποῦ πάω τρέχοντας στ’ ἀγκάθια… Φύσις
ἀσθενὴς καὶ λίαν ἀγύμναστος, τελικὰ
καρδούλα μου, μᾶλλον, ἐγὼ σὲ πρόδωσα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ