Ἰωάννης Λεοντακιανάκος (1954-1974)
«Ἕνας Ἕλληνας Προῦφροκ, γεννημένος μὲ ἄσπρα μαλλιά»
τοῦ ΣΥΜΕΩΝ ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ
Ὁ Τάκης Παυλοστάθης ποῦ νὰ κοιμᾶται; Ὁ Λεωνίδας Παπαδάκης, ὁ Σπύρος Βέργος, ὁ Ζάχος Σιαφλέκης, ὁ Ἀλέξης Τραϊανός, ὁ Καλλίνικος Διονύσης, ὁ Χρῆστος Μπράβος, ποῦ νὰ κοιμοῦνται; Ὁ Ἰωάννης Λεοντακιανάκος, ὁ Λαδᾶς, ὁ Ἀνδρέας Τζουράκης, ὁ Στέφανος Μπεκατῶρος, ὁ Δημήτρης Ποταμίτης ποῦ, ποῦ νὰ κοιμοῦνται; Ὁ Βασίλης Στεριάδης, ὁ Γιάννης Κοντός, ἡ Μπίλη Βέμη, ὁ Γιῶργος Κ. Καραβασίλης, ἡ Μαρία Κυρτζάκη, ὁ Γιάννης Κακουλίδης, ὁ Χιόνης Ἀργύρης, ὁ Βαρβέρης, ποῦ νὰ κοιμοῦνται; Ἡ Νατάσα Χατζιδάκι, ὁ Κώστας Ριτσώνης, ὁ Στέλιος Λύτρας, ὁ Σουλιώτης Μίμης καὶ ἄλλοι, ἄλλοι, ποὺ ξέχασα, ποῦ, ποῦ νὰ κοιμοῦνται; Ὢ στίχοι ἀσημένιοι ποὺ σφάζετε. Ὢ ποίηση σφραγίδα σὲ ἔνταλμα συλλήψεως ἀθώου.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, «Ὑπὲρ τεθνεώτων»[1]
~.~
Στὶς 3 Δεκεμβρίου 1974 ἡ ἐφημερίδα Τὰ Νέα ἔγραψε: «Οἱ καλοὶ πεθαίνουν νέοι. Μόλις 21 ἐτῶν πέθανε χθὲς ὁ ποιητὴς Ἰωάννης Λεοντακιανάκος, ἀπὸ συγκοπὴ καρδιᾶς. Ἔπασχε παιδιόθεν ἀπὸ μυοπάθεια. Παρ’ ὅλα αὐτὰ σπούδασε φιλολογία κι ἔγραφε ποίηση. Στὶς δυὸ συλλογές του –Οἱ διάφανες συμφωνίες τῆς Πέμπτης [1972] καὶ Τόξα καὶ μίμηση βίων [1973]- ὁ κριτικὸς Κώστας Κουλουφάκος εἶχε ξεχωρίσει μιὰ μεγάλη ἐλπίδα τῆς νεότερης ποίησης. Ὁ Ἰωάννης Λεοντακιανάκος κηδεύεται ἀπόψε στὴν πατρίδα του, τὴν Ἀρεόπολη Μάνης».
Ἡ εἴδηση συζητήθηκε στοὺς κύκλους τῆς Ἀθήνας, κυρίως μεταξὺ τῶν ποιητῶν. Πολλοὶ ἔσπευσαν νὰ προμηθευτοῦν τὰ δύο βιβλία τοῦ ἐκδημήσαντος σὲ νεαρὴ ἡλικία ποιητῆ. Ἡ πρώτη ἔκδοση, μᾶς λέει ὁ ἐκδότης του, Κώστας Κουλουφάκος, ἐξαντλήθηκε γρήγορα. Στὰ δύο ὀπισθόφυλλα διαβάζουμε ἐνημερωτικὸ σημείωμα, γραμμένο μὲ ξεχωριστὴ συγκίνηση, προφανῶς ἀπὸ τὸν ἐκδότη. Εἶναι οἱ ἀσφαλέστερες πληροφορίες ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν ποιητή:
«Ὁ Ἰωάννης Λεοντακιανάκος γεννήθηκε στὶς 24 Φεβρουαρίου τοῦ 1954 στὸν Κορυδαλλὸ τοῦ Πειραιᾶ. Ἕξη χρόνια ἀργότερα ἡ οἰκογένειά του μετακόμισε στὴν Ἀθήνα, στὸ Παγκράτι. Μαθητὴς τοῦ Δημοτικοῦ ἀκόμα, ἄρχισε νὰ δείχνει ζωηρότατο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ λογοτεχνία. Διάβαζε μὲ πάθος καὶ συχνὰ ἔγραφε ὁ ἴδιος. Ἡ ἔφεσή του αὐτὴ δυνάμωσε στὰ χρόνια ποὺ φοιτοῦσε στὸ Γυμνάσιο. Τὰ μαθητικά του πρωτόλεια ἐκείνης τῆς ἐποχῆς περιλαβαίνουν πολλὰ ποιήματα κι ἀρκετὰ κεφάλαια ἑνὸς μυθιστορήματος ποὺ δὲν τέλειωσε. Χάρη στὴν ἐργατικότητά του, στὴν ἄμεση ἐπαφή του μὲ ἀρχαίους Ἕλληνες καὶ Λατίνους συγγραφεῖς, ποὺ τοὺς διάβαζε στὸ πρωτότυπο, καὶ τὴν ἄγρυπνη παρακολούθηση τῶν πιὸ σύγχρονων ρευμάτων στὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴν παγκόσμια λογοτεχνία ποὺ τὴν μελετοῦσε στὰ ἀγγλικὰ καὶ στὰ γαλλικά, ἡ ἐξέλιξη τῆς γραφῆς του ἦταν πολὺ γοργή. Βρισκόταν στὴν ἕκτη τάξη τοῦ Γυμνασίου ὅταν ἔκρινε πὼς ἦταν καιρὸς νὰ δώσει ἔργο του στὴ δημοσιότητα. Ὅμως δὲν ἔσπευσε. Σεμνότατα ἔστειλε τὰ χειρόγραφα τοῦ πρώτου βιβλίου του καὶ ρωτοῦσε ἂν ἄξιζαν τίποτε. Ὁ διευθυντὴς τοῦ Διογένη ποὺ τὰ διάβασε, ἔκρινε πὼς εἶχε μπροστά του τὸ ξεκίνημα ἑνὸς ρωμαλέου ταλέντου κι ὄχι μόνο ἐνθάρρυνε τὸν νεαρὸ ποιητή, ἀλλὰ ἀποφάσισε νὰ κάνει ὁ ἴδιος τὴν ἔκδοση […]».
Τὸ 1977 οἱ δύο συλλογὲς κυκλοφόρησαν σὲ δεύτερη ἔκδοση. Ἕναν χρόνο πρὶν εἶχε κυκλοφορήσει μία τρίτη, Πρόωρο Ἡλιοβασίλεμα,[2] ἀπὸ τὰ κατάλοιπα τοῦ Λεοντακιανάκου. Τὸν διάβασαν, τὸν θαύμασαν καὶ τὸν λησμόνησαν.[3]
Μιλῶ γιὰ τὴ γενιὰ τοῦ ἑβδομήντα, στὴν ὁποία ἀνήκει. Θορυβώδης γενιά, σχεδὸν αὐτιστική, ναρκισσιστική. Καθένας μιλᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του ἢ γιὰ τὸν κύκλο του. Γενιὰ τῶν ἀλληλολιβανισμάτων. Ἦταν καὶ ἡ ἐποχὴ τῆς μεταπολίτευσης. Ὅλοι ἀνησυχοῦσαν γιὰ τὴ νεαρὴ δημοκρατία. Πῶς νὰ σταθεῖ μέσα σὲ τόσους θορύβους ὁ σεμνός, ἀθόρυβος, ὀλιγόβιος Ἰωάννης Λεοντακιανάκος; Ἀπὸ τὸν θάνατό του μᾶς χωρίζουν σαράντα πέντε χρόνια. Κανένας ἀνθολόγος δὲν φρόντισε νὰ τὸν ἀναφέρει˙ κανένας κριτικὸς λογοτεχνίας δὲν τὸν κατέταξε ἀνάμεσα στοὺς ὁμοτέχνους του. Ὁ Λεοντακιανάκος παραμένει μέχρι σήμερα ἕνα σκοτεινὸ μετέωρο, ἕνας ἴσκιος δροσερὸς γιὰ ὅσους θέλησαν νὰ καταφύγουν στὴν ποίησή του.
Λέω, δὲν τὸν μνημόνευσε κανείς. Δὲν εἶναι ἀλήθεια. Καὶ μὲ τὰ δύο βιβλία του ποὺ εἶδαν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας ὅσο ζοῦσε, κατέγινε ὁ κριτικὸς Κώστας Μιχαήλ (Μιχάλης Μερακλής). Πρῶτα, στὸ περιοδικὸ Κριτικὰ Φύλλα παρουσίασε ἐνθαρρυντικὰ τὶς Διάφανες συμφωνίες τῆς Πέμπτης. Μεταφέρω τὰ κυριότερα:
«Παρακολουθοῦμε μιὰν ἀξιόλογη προσπάθεια γιὰ μιὰ μεταελυτικὴ βίωση τῆς ποίησης καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ τοπίου. Ὁ ποιητὴς αὐτὸς ἀγαπάει καὶ τὶς ἐλεγεῖες τῶν ἡλιογερμάτων. Καὶ ἀκόμη: τοὺς χώρους τοῦ παρελθόντος ποὺ ἐπανέρχονται ξανὰ καὶ ξανά, μὲ τὴ συχνότητα ἑνὸς μοτίβου – ποὺ ἦταν βέβαια, καὶ εἶναι ἀκόμα, ἔνδοξοι, ἀλλὰ ἔγιναν μουσεῖα. Τοῦτος ὁ δυΐσμός, ποὺ εἶναι γεμάτος τραγικότητα, ἀντιμετωπίζεται μὲ τὴ δέουσα σοβαρότητα ἀπὸ τὸν ποιητή. Καὶ ἂν θυμηθοῦμε κάποιες ἀνάλογες ἐμβιώσεις[4] τοῦ Σεφέρη, ὁ νέος αὐτὸς ποιητὴς προσπαθεῖ νὰ δώσει ἕνα εἶδος μειχτὸ ἀλλὰ νόμιμο: τὸ συγκερασμὸ τοῦ ἤθους τοῦ Ἐλύτη καὶ τοῦ Σεφέρη σὲ ἕνα δικό του ἀποτέλεσμα […]. Τὸ βιβλίο δὲν εἶναι ἕνα μάζεμα ἀπὸ ποιήματα, ἀλλὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ κομμάτια πού, νοηματικά, συγκλίνουν στὸ σχηματισμὸ μιᾶς συνθετότερης ποίησης […]».[5]
Στὴ συνέχεια ὁ Κ. Μιχαὴλ δημοσίευσε στὸ περιοδικὸ Νέα Πορεία βιβλιοκρισία γιὰ τὴ δεύτερη συλλογή, Τόξα καὶ μίμηση βίων. Ὁ Λεοντακιανάκος ἀσφαλῶς πρόλαβε νὰ τὶς διαβάσει. Ἡ κρίση εἶναι καὶ ἐδῶ θετική:
«[Στὸ] πολὺ ἀξιόλογο δεύτερο βιβλίο τοῦ νέου ποιητῆ κ. Λ., ὕστερα ἀπὸ τὴν πρώτη ἐμφάνισή του […], ἔχουμε μιὰ νέα προσπάθεια, στὸ βάθος, γιὰ πολιτικοποιημένη ποίηση, ποὺ τὴ διακρίνει ὅμως καὶ μιὰ συνείδηση τῶν δυσκολιῶν ποὺ περιέχει τὸ ἀδυσώπητο τοῦτο ζευγάρωμα. Καὶ μόνο ὅποιος ξεκινάει μὲ τὴ μοιραία τούτη ἀναγνώριση, ἔχει τὴν ἐλπίδα νὰ φέρη σὲ αἴσιο πέρας τὸ ἔργο του –μὲ τὴν ἀδήριτη, βέβαια, προϋπόθεση τοῦ ποιητικοῦ χαρίσματος˙ χαρίσματος ποὺ τὸ ἔχει ὁ ποιητής:
Πιάνω τὰ ζαρκάδια σου καὶ ψιχαλίζει. Τοξότες σκαρφαλωμένοι στὴ σκεπή. Κοιτοῦν. Πέρα μακριὰ ὁ θάνατος σκίζει κομμάτια τὸ ἡλιοβασίλεμα. Κι οἱ γυναῖκες γδύνονται καὶ φοροῦν σταυροδρόμια μὲ φαντάρους.
]]]]]]]]Μὴ φεύγεις. Τὰ κρεββάτια τοῦ νοσοκομείου στὸ λιβάδι
]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]λεκιάζουν τὴ σιωπή μου. […]»[6]
Ἀρκετὰ χρόνια ἀργότερα, τὸ 1987, ὁ ποιητὴς Γιῶργος Μαρκόπουλος (γενν. 1951), δημοσίευσε στὸ περιοδικὸ Ἡ Λέξη ὑμνητικὸ σημείωμα. Μεταφέρω ἕνα ἐκτεταμένο ἀπόσπασμα. Τίτλος: «Ἰωάννης Λεοντακιανάκος: Ἰσχυρὴ μισοτελειωμένη χειρονομία».
«[…] Τὸν Ἰωάννη Λεοντακιανάκο δὲν τὸν γνώριζα. Πληροφορήθηκα τὴν ὕπαρξή του στὸν ποιητικὸ χῶρο, ἀπὸ ἕνα σημείωμα στὴν ἐφημερίδα Τὰ Νέα μιὰ ἡμέρα μετὰ τὸν θάνατό του […]. Πέθανε στὶς 2/12/74.
Προμηθεύτηκα τὶς συλλογὲς καὶ διαβάζοντάς τες, χάρηκα πάνω ἀπ’ ὅλα, τὴν κλασικὴ παιδεία του, τὴν δοσμένη ἐπιδέξια στὸ ἔργο του, μὲ μία σύγχρονη ποιητικὴ φόρμα (προπάντων στὴν πρώτη του συλλογή): Εἶχε ἕνα ἀσήμαντο πρόσωπο / ὅπως ὁ δρόμος τοῦ σπιτιοῦ μου / καὶ ἕνα κορμὶ διάφανο / ποὺ στὶς φλέβες ἔσμιγε ὠκεανούς. / Ἦταν σὰν τὶς ἀδελφές της˙ ἡ πιὸ ἄγνωστη / καὶ ἡ πιὸ τίμια. / Ἔκατσε μαζί μου πέντε βασιλέματα / καὶ στὸ ἕκτο χάθηκε / σκεπάζοντας τὴ γύμνια της μ’ ἕνα χαμόγελο / κι ἀφήνοντας γιὰ θύμημα μιὰ λέξη….
Χάρηκα τὴν εὐκολία μὲ τὴν ὁποία μπόρεσε, τόσο μικρὸς στὴν ἡλικία, νὰ ἀποδώσει τὴ ζοφερὴ γιὰ τὴν Ἑλλάδα ἐποχὴ τοῦ 1970 στοὺς στίχους του […] (εἶναι σαφὴς ἕνας ἐπηρεασμὸς ἀπὸ τὴ νηφαλιότητα τοῦ λόγου τοῦ Γιώργου Σεφέρη).
Χάρηκα στὴ δεύτερη πιὰ συλλογή του, τὸν κατακτημένο, κοφτὸ καὶ αὐστηρὸ λόγο του. Ἐδῶ καινούργια -ἑτερόκλητα- πρόσωπα ὑπεισέρχονται στὴν ποίησή του: Τσέ, Καβάφης, Πικάσσο, Μακρυγιάννης, Ρεμπώ κ.λπ.: Ἄνθιζε ἡ πολιτεία σὰν ἕνα κόκκινο λουλούδι. Βιαστικὰ ἡ μέρα ἔ- / στριβε στὴ γωνία. ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΘΗΡΙΟ ΣΙΓΟΤΡΩΕΙ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΜΑΣ. / Τὸ στῆθος της ποὺ φανερώθηκε στὸν τσακισμένο ὕπνο μας στράγ- / γιζε τὴ βροχή.
Χάρηκα τὴν ἀξιοθαύμαστη γιὰ τὴν ἡλικία του ὡριμότητα (στὴν τρίτη συλλογή), τὴν τεκμηριωμένη ἄποψη αἰσθητικῆς ποὺ προτείνει, καὶ τὸν βαθύ, οὐσιαστικὸ ὅσο καὶ λεπτὸ ἐρωτισμὸ ποὺ ἀποτελεῖ πλέον χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς ποιήσής του.
[…] Ὁ Ἰωάννης Λεοντακιανάκος ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς πλέον ἰσχυρὲς μισοτελειωμένες χειρονομίες ποὺ ὁ θάνατος θέλησε νὰ ἀποσύρει ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ ποιητικὴ δράση καὶ νὰ τὴν ἐντάξει πλάι στὶς φωνὲς ὅλων αὐτῶν τῶν συμπαικτῶν του ποὺ τόσο πρόωρα χάθηκαν, ἀφήνοντας τὴ δική τους ἀσχηματοποίητη ἀνθολογία: τοῦ Νίκου Λαδᾶ, τοῦ Τεὸ Σαλαπασίδη, τοῦ Κώστα Μίχου, τοῦ Θεοδόση Ἄθα, τοῦ Σώτου Σκούταρη, τοῦ Λευτέρη Ἱερόπαιδος….». [7]
Ἀπὸ τὸ σημείωμα τοῦ ὁμοτέχνου του, Γιώργου Μαρκόπουλου, μᾶς χωρίζουν περισσότερα ἀπὸ τριάντα χρόνια. Στὸ μεταξύ, σιωπή[8]. Στὴν ἐπανέκδοση τοῦ πρώτου βιβλίου ὁ Κουλουφάκος μιλᾶ γιὰ τὸ «ρωμαλέο ταλέντο» τοῦ ποιητῆ ποὺ ἂν ζοῦσε…» καὶ τὰ λοιπά. Ὁ Μιχάλης Κατσαρὸς ποὺ τὸν διάβασε καὶ τὸν ἐθαύμασε, εἶπε (μαρτυρία τοῦ Κουλουφάκου) ὅτι ἂν ζοῦσε, θὰ εἴχαμε ἕναν δεύτερο Παλαμᾶ. Νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ὁ Κατσαρὸς ἔγραψε τὸ 1958 τὸ ποίημα «Μπαλλάντα γιὰ τοὺς ποιητὲς ποὺ πέθαναν νέοι», ἀφιερωμένο στὸν 18χρονο Χρῖστο Ρουμελιωτάκη. Ὁ Ρουμελιωτάκης ἔζησε ὀγδόντα χρόνια, καθιερώθηκε ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους μεταπολεμικοὺς ποιητὲς δικαιώνοντας μὲ τὸ παραπάνω τὴ διαίσθηση τοῦ Κατσαροῦ. Στὴν περίπτωση τοῦ Λεοντακιανάκου ἡ ὑπόθεση παρέμεινε μετέωρη. Περιοριζόμαστε στὰ ποιήματα ποὺ ἔχουμε στὰ χέρια μας, γραμμένα ἀπὸ ἕναν μαθητὴ (ἑξαταξίου τότε) Γυμνασίου, καὶ μένει νὰ δοῦμε ἂν παραμένουν ζωντανά, ἂν μποροῦμε νὰ κατατάξουμε τὸν Λεοντακιανάκο στὴ χορεία τῶν ποιητῶν ποὺ δὲν ἔχουν ἡλικία πέρα ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν ποιημάτων τους. Ὁ χρόνος κάνει τὴ δική του, ἀσφαλή, κρίση. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς χρειάζεται πότε-πότε νὰ τοῦ τὸ ὑπενθυμίζουμε. Ὁ Παλαμᾶς (ποὺ μᾶς σύστησε τὸν Κάλβο) δὲν ἔχει ἡλικία. Ὁ Κατσαρός, καὶ ὁ Ρουμελιωτάκης πλέον, τὸ ἴδιο. Ἂς δοῦμε ποιός εἶναι ὁ ποιητὴς ποὺ τιμοῦμε ἀπόψε.[9]
Βιάζομαι νὰ πῶ γι’ αὐτὸν ὅ,τι εἰπώθηκε γιὰ τὸν Τ.Σ. Ἔλιοτ: Γεννήθηκε μὲ ἄσπρα μαλλιά. Διαβάζω τὸ πρῶτο του ἔργο, Οἱ διάφανες συμφωνίες τῆς Πέμπτης, καὶ σκέφτομαι ὅτι τὸ ἔχει γράψει ἕνας ὥριμος ἡλικιακὰ ποιητὴς ποὺ γνωρίζει καλὰ τὴν ἑλληνικὴ καὶ ξένη ποίηση, ἔχει ἀσπαστεῖ τὸν μοντερνισμό, τὸν ἐλλειπτικὸ στίχο, τὴ διακειμενικὴ γραφή, δηλαδὴ τὴν ἁρμονικὴ ἀνάμειξη ξένων στίχων καὶ ὀνομάτων μὲ τοὺς δικούς του στίχους, χωρὶς αὐτὸ νὰ βαρύνει τὸ ποίημα, ἀλλά, ἀντίθετα, νὰ τὸ ἐλαφρύνει, σὰν νὰ τοῦ βάζει φτερά. Μεταφέρω ἐδῶ ὀνόματα, κυρίως ποιητῶν, ποὺ φιλοξενοῦνται στοὺς λιγοστούς του στίχους: Ὅμηρος, Γιῶργος Σεφέρης, Σολομῶν, Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Μπέρτολτ Μπρέχτ, Λούλα Ἀναγνωστάκη, Πάμπλο Νερούντα, Che Guevara, Κωνσταντῖνος Καβάφης, Κώστας Καρυωτάκης, Ἰωάννης Μακρυγιάννης, Ἀνδρέας Κάλβος, Arthur Rimbaud, Στησίχορος… Περιορίζομαι σὲ αὐτά. Ἡ συλλογὴ εἶναι ἕνα μεγάλο ποίημα σπασμένο σὲ δύο κομμάτια, καθένα ἀπὸ τὰ ὁποῖα μοιράζεται σὲ πέντε ἑνότητες. Μοῦ πῆρε καιρὸ γιὰ νὰ καταλάβω ὅτι ὁ ἀφηγητὴς τοῦ ποιήματος ἄλλοτε συνομιλεῖ μὲ μιὰ γυναίκα τῆς μυθολογίας, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Τρωικοῦ πολέμου, καὶ ἄλλοτε χαρίζει τὴ φωνή του σὲ αὐτὴ τὴ μυθικὴ φωνή. Ἱστορία καὶ μῦθος γίνονται ἕνα, ὁ χρόνος ἰσορροπεῖ ἀνάμεσά τους. Μιλοῦν ὁ Ὅμηρος, ὁ Σεφέρης, ὁ Ἔλιοτ κι ἕνας νέος μὲ ἄσπρα μαλλιά:
Ἦταν παρμένη ἀπὸ καιρὸ ἡ ἀπόφαση γιὰ τὶς μεγάλες πράξεις
καὶ εἴχαμε ξεχάσει τὶς μικρές˙ σιγοψιθύριζε στὰ μάτια μας ὁ ἥλιος
τρέχαμε στὶς αὐλὲς νὰ μαζεύουμε σπασμένα καλησπερίσματα
μ’ ἕνα μικρὸ νησὶ στὸ πέτο μας καὶ μπουκαμβίλιες στὴ μιλιά
]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]Ρωτάγαμε ποιός ἔφταιγε˙
]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]κανείς
]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]Καὶ μεῖς χωρίζαμε
Οἱ συνεδρίες τῶν ἀνοίξεων πληρωμὴ γιὰ ἀναμνήσεις
…………………………………………………………………………………………………
]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]](«Οἱ ὁδοιπορίες τῶν ἴσκιων», ὅ.π., 20-21)
Πρότυπα τοῦ Λεοντακιανάκου εἶναι ὁ Ἐλύτης τῶν Προσανατολισμῶν (1939), ὁ Σεφέρης τοῦ Μυθιστορήματος (1935) καὶ τοῦ Βασιλιᾶ τῆς Ἀσίνης (1938-1940). Ὁ Σεφέρης ἀκολουθεῖ τὴ «μυθικὴ μέθοδο» ποὺ ἔχει προτείνει ὁ Ἔλιοτ, δηλαδὴ τὴν προβολὴ τοῦ σήμερα μέσα ἀπὸ τὴν ἐπίκληση ἀρχαίων μύθων. Σάν, λ.χ., νὰ ἀναφέρεις τὴν Ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία τοῦ Ἰάσονα ἔχοντας στὸν νοῦ τὴ μικρασιατικὴ ἐκστρατεία τοῦ ’20 καὶ τοῦ ’22. Εἶναι ἡ μέθοδος τοῦ Λεοντακιανάκου ποὺ θέλει νὰ μιλήσει (μεταφέρω τὰ λόγια του) γιὰ τὴν «Εἰκοστὴ πόρνη», δηλαδὴ τὸν ἐκπορνευμένο εἰκοστὸ αἰώνα, μέσα ἀπὸ μιὰ γυναίκα τῆς μυθολογίας ποὺ ἀπάτησε τὸν ἄντρα της καὶ εἶχε τὸ ἐπίσης ἀπατηλὸ ὄνομα Τιμάνδρα. Ὁ ἀφηγητὴς καὶ ἡ Τιμάνδρα. Ὄνομα ἄγνωστο. Ὑπάρχει μόνο σὲ ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ Στησίχορου (223, Page). Εἶναι ἀδελφὴ τῆς ὡραίας Ἑλένης ποὺ ἐπίσης ἀπάτησε τὸν ἄντρα της καὶ βρῆκε καταφύγιο ἐδῶ, κοντά μας, στὴν Κρανάη. Ἐκείνη ἔγινε μὲ τὴν ἀπιστία της διάσημη, ἐνῶ ἡ Τιμάνδρα ἔμεινε στὴν ἀφάνεια, ἕνα «σύμβολο τῆς ἁμαρτίας τῶν ἴσκιων». Ὁ ποιητὴς σκέφτεται ὅτι θὰ ἔχει τὴ μοίρα της. Δὲν θὰ μνημονευτεῖ ἀπὸ τοὺς ποιητὲς καὶ θὰ λησμονηθεῖ γρήγορα. Μεταφέρω τὸ τέλος τοῦ ἀποσπάσματος:
Ἀγάπησε καὶ πίστεψε πὼς θὰ τὴν γράψει ὁ Ὅμηρος
]]]]]]]]]]καὶ γελάστηκε ἕνα φθινόπωρο
ὅταν τὸ κορμί της δόθηκε χωρὶς τὴν πληρωμὴ πολέμων
καὶ ἡ προσβολὴ τῆς γενιᾶς της πνίγηκε
]]]]]]]]]]στὰ ρόδα καὶ στοὺς θρήνους τῆς Τροίας
Ἦταν σὰν τὶς ἀδελφές της˙ ἡ πιὸ ἄγνωστη
]]]]]]]]]]καὶ ἡ πιὸ ὡραία, ἡ ἀσήμαντη Τιμάνδρα
]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]](ὅ.π., 21-22)
Ὕστερα, σκέφτομαι ὅτι αὐτοὺς τοὺς νεωτερικοὺς στίχους τοὺς ἔγραψε ἕνας 17χρονος νέος, σχεδὸν παιδὶ γιὰ «τὸ πιὸ δύσκολο ἀπ’ ὅλα τὰ ἔργα» (Χαίλντερλιν), τὴν ποίηση, ὅταν οἱ περισσότεροι τῆς γενιᾶς του ἦταν ἀκόμη ἀνυποψίαστοι ἢ σκάρωναν στιχάκια ὡς ἄσκηση χειρῶν. Ὁ Λεοντακιανάκος δοκιμάζει καὶ αὐτός, ἀλλὰ ἀπὸ «τὸ πρῶτο σκαλὶ τῆς ποιήσεως». Ἐκεῖ τὸν ὁδήγησαν βιαίως ἡ εὐφυΐα του καὶ ὁ μόχθος. Στὴν ἡλικία αὐτὴ διάβαζε ἤδη σὲ τρεῖς γλῶσσες μελετοῦσε ἀρχαῖα ἑλληνικὰ καὶ λατινικὰ κείμενα. Συνομιλοῦσε μὲ τοὺς σημαντικοὺς ποιητές μας τῆς Γενιᾶς τοῦ Τριάντα. Ἔτρεξε γρήγορα, ἴσως ἐπειδὴ προαισθανόταν τὸ γρήγορο τέλος του. Ἀλλά, εἴπαμε, βρίσκεται ἤδη στὸ πρῶτο σκαλί. Προσπαθεῖ, ἀλλὰ δὲν βρίσκει τὸν ρυθμό. Ὁ τόνος του ψηλώνει συχνὰ πάνω ἀπὸ τὸ μέτρο, γίνεται τεχνητός, ξένος, ἀνοίκειος στὴν ἐφηβική του φύση. Πολλὰ ἐπίθετα καὶ συντακτικὰ σχήματα ἐπαναλαμβάνονται ἀδυνατίζοντας τὴν εἰκόνα. Ὁ στίχος, εἶναι φανερό, δὲν ἔχει κατακτηθεῖ ἀκόμη. Εἶναι οἱ ἀπώλειες στὴν προσπάθειά του νὰ τρέξει γρήγορα. Θέλει νὰ τὰ πεῖ ὅλα, νὰ βγάλει τὸν πλοῦτο ποὺ πρόλαβε νὰ συσσωρεύσει, καὶ ἐπειδὴ τὰ ἐκφραστικά του μέσα δὲν ἀντιστοιχοῦν σὲ αὐτὸν τὸν πλοῦτο, χάνει τὸν ἔλεγχο, ὁ στίχος βαραίνει στὸ ζύγι. Αὐτὰ στὴν πρώτη συλλογή, Οἱ διάφανες συμφωνίες τῆς Πέμπτης.
Δὲν γνωρίζω πότε ἀκριβῶς ἔγραψε τὸν κύκλο Τόξα καὶ μίμηση βίων. Ὑπολογίζω, στὰ 19του χρόνια, ὅπως ὁ Ρεμπώ, τὸν ὁποῖο θαύμαζε. Καὶ οἱ δύο σταμάτησαν ἐκεῖ, στὰ 19τους χρόνια. Τώρα τὴ θέση τῆς μυθικῆς Τιμάνδρας παίρνει ἕνας σύγχρονος ἥρωας. Ἡ ἱστορία ὡς μυθολογία, ὅπως βαφτίζονται οἱ τέσσερεις ἑνότητες. Ὁ ἀφηγητὴς Ἰωάννης ταυτίζεται σχεδὸν μὲ τὸν ἥρωά του, τὸν Κουβανὸ ἐπαναστάτη Che Guevara. Ἀπομονώνει καὶ μεταφέρει στὸ βιβλίο του μιὰ μαρτυρία τοῦ Γκεβάρα, ποὺ διάβασε στὰ γαλλικά. Μοιάζει σὰν νὰ τὴν ἔχει γράψει ὁ ἴδιος:
«Τώρα μιὰ δύναμη θέλησης ποὺ τὴν ἔχω τελειοποιήσει μὲ τὴν προσοχὴ ἑνὸς καλλιτέχνη, θὰ στηρίξει τὰ ἀδύναμα πόδια καὶ τὰ ἐξαντλημένα πνευμόνια μου. Θὰ τὰ καταφέρω».
Κι ἐδῶ ὁ Λεοντακιανάκος ἔχει ἕνα σπουδαῖο πρότυπο, τὸν Νίκο Ἐγγονόπουλο, ὁ ὁποῖος στὴ διάρκεια τῆς Κατοχῆς, τὸ 1942-43, ἔγραψε ἕνα μεγάλο ποίημα, ἀντιστασιακοῦ χαρακτήρα, γιὰ τὸν Σίμωνα Μπολιβάρ, πολιτικὸ καὶ στρατιωτικὸ ἡγέτη πολλῶν ἀπελευθερωτικῶν κινημάτων στὴ Νότια Ἀμερικὴ ἀπέναντι στοὺς Ἱσπανοὺς κατακτητές («Μπολιβάρ. Ἕνα ἑλληνικὸ ποίημα»). Ἡ δράση τοῦ Μπολιβὰρ συνέπεσε μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἐπανάσταση τοῦ Εἰκοσιένα, γι’ αὐτὸ ὁ Ἐγγονόπουλος τὸν ταυτίζει μὲ τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο, τὸν φέρνει στὴν Ἑλλάδα, τὸν ἀνεβάζει στὰ βουνά, ὅπου πολεμᾶ γιὰ τὴν ἐλευθερία. Ἀντιλαμβανόμαστε τί νόημα ἀποκτοῦσε τὸ ποίημα στὶς συνθῆκες τῆς ἰταλογερμανικῆς Κατοχῆς. Ὁ Λεοντακιανάκος κάνει κάτι ἀντίστοιχο. Ταυτίζει τὸν Γκεβάρα, ὁ ὁποῖος στὸν 20ὸ αἰώνα πῆρε τὴ θέση τοῦ Μπολιβάρ, μὲ τὸν Ἰωάννη Μακρυγιάννη, ἀπὸ τὸν ὁποῖο, ἐπίσης, μεταφέρει στὸ βιβλίο του μία χαρακτηριστικὴ περικοπή. Γράφει ὁ Μακρυγιάννης: «Ἔφκιασα τὸ σπίτι μου καὶ φύτεψα κι ἀμπέλι κι ἄλλα δέντρα κι ἐργάζομαι ὣς τὸ σουρούπωμα νὰ μὲ γλυτώση ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς ἐπίβουλους ἀπατεῶνες». Ἔτσι, ὁ ἀγώνας τοῦ Μακρυγιάννη γιὰ ἐλευθερία, «σύνταμα» καὶ κοινωνικὴ δικαιοσύνη μεταφέρεται στὰ αἰτήματα τοῦ 20οῦ αἰώνα. Ὁ Λεοντακιανάκος γράφει ποίηση συμβολιστική, ἀπαιτεῖ τὴν ἐγρήγορση τοῦ ἀναγνώστη, νοῦν γυμνασμένο (ὁ Σεφέρης μᾶς ἔχει συμβουλεύσει νὰ μὴ διαβάζουμε μὲ τὰ μάτια). Δὲν γράφει συνθήματα οὔτε κάνει δημοσιογραφικὸ ρεπορτάζ. Στὰ 19του χρόνια ἡ ζωή του ἔχει γίνει ἤδη συνώνυμη τῆς ποίησης. Διαβάζω τὴν 4η ἑνότητα μὲ τίτλο «ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ»:
Πέρα μακριὰ φεύγουν γιὰ τὸ νοτιὰ ὁ ἥλιος κι ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης. Σκόνη στὰ ‘ποδήματά τους.
………………………………………………………
Εὐτυχισμένος μέσα στὴ βροχή. Ὀνειρεύεται τὸ δίκιο του. Εἶναι Μάης. Ἕνας ἐπίδεσμος ξετυλίγεται ἀπὸ τὸ μεσημέρι του. Ὀνειρεύεται ἐμᾶς, τ’ ἀγάλματά του. Καὶ τὰ παλληκάρια του. Στὸ παράθυρο τῆς φυλακῆς φυλάει ἀκόμη τὸ λιγνό του λόγο. Ἡ φτερούγα.
……………………………………………………….
Τὸ τζάμι τοῦ χειμώνα μας εἴτανε σπασμένο – Στὸ δάσος θάψαμε τ’ ἄγνωστο γεράκι καὶ τοὺς πίθους τῶν ὀνείρων. Τὰ ποτήρια σκουντρήσαμε δυνατά. Μὲ τὸν πατέρα μας. Καὶ τὴν ποίηση.
]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]](Τόξα καὶ μίμηση βίων, 29, 31)
Στίχος ἀκόμη πιὸ ἐλλειπτικός, γι’ αὐτὸ καὶ περισσότερο πολύσημος, σπασμένος, μισός, ὁ ἄλλος μισὸς νὰ αἰωρεῖται, σὰν τὰ ἀρχαῖα ἀποσπάσματα, τὰ ὄνειρα τῶν ἀγωνιστῶν τῆς ἐλευθερίας. Ὁ Τσὲ νεκρός, ὁ Ἀνδροῦτσος νεκρός, ὁ Μακρυγιάννης στὴ φυλακή. Ὁ στρατηγὸς κάθεται σκεφτικός. «Μεταξύ μας.», λέει ὁ ὑπότιτλος τῆς συλλογῆς, «Τὸ δειλινὸ ποὺ ἔχουμε εἶναι τῆς Κατοχῆς». Αὐτὸ τὸ παιδὶ στὰ 19του μίλησε γιὰ τὶς μεγάλες πληγὲς τοῦ αἰώνα του, τὴ συννεφιασμένη μας Κυριακή. Εἶδε (μεταφέρω αὐτούσιους στίχους του) τὴ μέρα νὰ στρίβει βιαστικὰ στὴ γωνία, τὸ μικρὸ θηρίο νὰ σιγοτρώει τὴ σιωπή μας, τὴ λέξη ν’ ἀνθίζει τὴ νύχτα σὰν ἀνήσυχος πανσές. Εἶδε τὸν ἀνάπηρο ἄνεμο στὰ μαλλιὰ τῶν ποιητῶν, τὰ βγαλμένα μάτια τοῦ Οἰδίποδα.
Ὅσο τὸ ποίημα γίνεται ἐλλειπτικό, ὅσο προχωρεῖ μὲ τὴν ἀνάσα του κομμένη, τόσο κερδίζει σὲ περιγραφικότητα καὶ νηφαλιότητα. Αὐτὸ συμβαίνει, ἐπειδὴ ὁ ρυθμὸς ἔχει βρεῖ τὸν βηματισμό του, τὰ βαρειὰ ροῦχα μὲ τὰ ἐπίθετα ἔχουν ἀφαιρεθεῖ. Ὁ Λεοντακιανάκος θυσιάζει συνειδητὰ τὴν ἀρτιότητα καὶ ὡραιότητα τοῦ στίχου του. Εἴπαμε, γιὰ τὴν ποίηση εἶναι ἀκόμη παιδί. Ἐπιχειρεῖ ἅλματα μεγάλα καὶ τὰ πόδια του εἶναι ἀδύναμα. Ὁ λιγοστὸς χρόνος ποὺ ἔχει στὴ διάθεσή του, δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἀφομοιώσει τὰ διδάγματα τοῦ μοντερνισμοῦ. Ὡστόσο, κρύβει στίχους ἀκέραιους μέσα στὰ μεταπολεμικὰ ἐρείπια. Μᾶς προσκαλεῖ νὰ τὸν διαβάσουμε προσεκτικά, ὅπως πρέπει νὰ διαβάζουμε τὴν ποίηση. Σὲ αὐτὸ τὸν ἔχουν συμβουλεύσει ὁ Ἔζρα Πάουντ καὶ ὁ Ἔλιοτ. Φιλοξενεῖ τὸν τελευταῖο μὲ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ Γερόντιον, σὰν νὰ μετρᾶ τὴ ζωὴ ἀνάστροφα, ἀπὸ τὰ γηρατειὰ στὴ νιότη (καὶ ὄχι «μὲ τὸ κουταλάκι τοῦ καφέ»). Ἂν χαμηλώσουμε λίγο τὴν ἔνταση στοὺς λογῆς-λογῆς δέκτες, ἂν ἀπομονώσουμε τοὺς ἐνοχλητικοὺς θορύβους ποὺ μᾶς κατακλύζουν, θὰ κάνουμε χῶρο στὸν ὑπομονετικὸ ποιητὴ νὰ καθήσει ἀνάμεσά μας, καὶ τότε θὰ τὸν ἀκούσουμε καθαρότερα:
Ὁ CHE μὲ τὸ ναυάγιο τῆς Ἀμερικῆς του. Ἀγαπημένη καὶ πόρνη. Καὶ τῆς μαθαίνει ἔρωτα κι ἐλευθερία. Οὐρλιάζει κι αὐτή. Ὁ ΟΝΕΙΡΟΠΥΛΟΣ. Χάνει τὴ μάσκα της. ΧΤΙΖΕΙ. Καὶ τὸ αἷμα δάκρυ γίνεται στὰ ἀγάλματα. ΠΑΝΩ ΜΑΣ. – Καὶ πέρα μακριὰ στὴν Κούβα. Ἐκεῖ οἱ γυναῖκες καὶ τ’ ἀγόρια του μοίρασαν τὸν ἄρτο τῆς ἀνάσας του. Ἡ κόμη τους λευκή. Στολίστηκε μὲ διαφημίσεις.
[…]
Κείνη τὴν ἐποχὴ στὸ πεζοδρόμιο. Πουλάγαμε τὶς χειραψίες μας μὲ τὸν Καβάφη καὶ τὸ κορμί του. Ἐσὺ τύπωνες τὶς πελώριες κραυγές σου. Ἄνοιγες τὸ πουκάμισό σου κι ἔβαφες μελανὲς τὶς σάρκες σου – ΥΜΕΙΣ ΔΕ, ΥΜΕΙΣ ΨΕΥΤΙΖΟΝΤΑΣ – Στοὺς καιρούς σου τύλιγες τὶς ἄλλες ἑσπέρες. Μὲ τοὺς τουφεκισμένους καὶ τὰ ἐλάφια. Ἔχουμε ἀνοιχτὰ τοῦτα τὰ μάτια. Ἐγὼ τεῖχος καὶ οἱ μαστοί σου πύργοι – Ἔχουμε μπαλώσει τὰ ροῦχα μας μὲ τούτη ‘δῶ τὴ νύχτα. Κι ἡ λέξη σου μᾶς βασανίζει ἀκόμα. Ὦ Rivus! Γιὰ τ’ ἀνοιχτά μας στήθη – CHE. Σοῦ χαρίζουμε τὸ σύννεφο τοῦ φτωχοῦ Θεόφιλου.
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΙΝΕ ΤΗ ΧΛΟΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥΣ
[…]
Τούτη ἡ γέφυρα: Μὲ τὰ στηρίγματά της καὶ τὰ πουλιά της.
(«ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Β’», ὅ.π., 20, 21]
Στὰ κατάλοιπά του βρέθηκε ἕνας τρίτος, ὁλοκληρωμένος ποιητικὸς κύκλος μὲ τίτλο Πρόωρο ἡλιοβασίλεμα.[10] Τίτλος βιωματικὸς καί, δυστυχῶς, προφητικός. Ἐδῶ ἡ φωνὴ γίνεται ἀκόμη πιὸ ὥριμη, δίχως νὰ προδίδει ἀσκήσεις δοκιμαστικὲς καὶ πρότυπα ἀναφομοίωτα. Τὸ ποίημα, ὅσο προχωρεῖ, ἀρτιώνεται. Ἀνάσα φυσιολογικὴ μὲ ἐναλλασσόμενες ἠλεκτρικὲς τάσεις καὶ κυματομορφές.
V
Ριγοῦσες καθὼς ἔψαυε τὸ κορμί σου τὸ ἀεράκι.
Εἶχες λυμένα τὰ μαλλιὰ καὶ τὸ αἷμα σου ἀνέβαινε
γιὰ νὰ σιμώσει τὸν ἥλιο.
Ἡ χούφτα δὲν χώραγε τὴν καυτὴ ἄμμο
καὶ σύ, καλοκαιριάτικη ἁμαρτία,
στέναζες κατὰ τὸ Νοτιὰ
μαζὶ μὲ τὰ γλαροπούλια καὶ τὰ κύματα.
Πράϋνες τὰ πεῦκα τῆς ἀκρογιαλιᾶς
χωρὶς νὰ ξεστομίζεις λέξη τοὺς ἔδινες ἐλπίδες
καὶ τὸ ἁλάτι στὰ βράχια πανηγύριζε.
Ἔπνιγες τὴν κραυγὴ μὲ τὰ ἔνοχα χέρια σου.
Μαζί σου ἀγαπῶ τὰ χαμένα λιμάνια.
Δικό μου σιωπηλὸ κοχύλι.
VIΙ
Ἡ πίσω μεριὰ τῆς Ἀκοῆς. Τὸ θέαμα καὶ τὸ κλάμμα.
Μὴν ἀφήνεσαι! Ἂν πεῖς ΕΓΩ, τὸ παράθυρο
θὰ γεμίσει κρύσταλλα.
Ἂς εἶναι πάντοτε τούτη ἡ κάμαρα
σὰν ἕνας αὐλόγυρος γεμάτος σπουργίτια.
Κράσπεδο καὶ δοκιμασία.
Πρόσεχε! Τὸ χέρι σου εἶναι ἕνας ταξιδιώτης.
Τὸ βλέπω νὰ φτερουγίζει ἀπελπισμένα
πάνω στὰ γόνατά σου.
Ἀργοπεθαίνει τὸ χέρι σου.
Ὁ κριτικὸς ἀπολογισμὸς πενιχρός, ἂν ὄχι ἀνύπαρκτος. Δύο τιμητικὰ κριτικὰ σημειώματα (1973 καὶ 1974), με ἔκδηλη καὶ δικαιολογημένη ἀμηχανία˙ ἡ συγκινητικὴ προσπάθεια τοῦ Κώστα Κουλουφάκου νὰ στρέψει τὴν προσοχὴ τοῦ λογοτεχνικοῦ καὶ φιλολογικοῦ κέντρου σὲ ἕναν φύσει ἀνυπόμονο, νεαρὸ «Προῦφροκ» μὲ ἄσπρα μαλλιά˙ ὁ ὀξυδερκὴς καὶ εὐαίσθητος λόγος τοῦ Γιώργου Μαρκόπουλου «ὑπὲρ τῶν τεθνεώτων» καὶ τὸ κριτικὸ σχόλιο γιὰ τὸν ποιητὴ τοῦ «πρόωρου ἡλιοβασιλέματος» (1987)˙ δύο ἐκδηλώσεις in memoriam (μὲ πενιχρὴ ἀνταπόκριση): Ὁ ποιητὴς λησμονήθηκε, πρὶν κὰν ἀναγνωρισθεῖ.
Τὸ δημοσίευμα αὐτό, μισὸν περίπου αἰώνα μετὰ τὴν ἀναχώρησή του, περισσότερο ὀφειλόμενος, καὶ ὄψιμος, φόρος τιμῆς, δὲν εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ δημιουργηθοῦν οἱ ὅροι ἀξιολόγησής του. Ἄλλωστε, εἶναι πολλοὶ οἱ νέοι καὶ καλοὶ ποιητὲς ποὺ ἐξεδήμησαν πρὶν ἀρτιωθεῖ ἡ φωνή τους. Τοὺς δεξιωνόμαστε σὲ μικρὰ ἀφιερώματα καὶ ἐκεῖ ἐξοφλεῖται τὸ χρέος μας. Ὁ ἀγώνας τῆς (προσωπικῆς) ἐπιβίωσης εἶναι σκληρὸς καί, συχνά, ἐξαντλητικός.
Πέρα, ὅμως, ἀπὸ τὴ θεωρία ὑπάρχει ἡ πράξη. Τὸ ποσοτικὰ μικρὸ ποιητικὸ ἔργο τοῦ Λεοντακιανάκου (τὸ ἀρχινισμένο μυθιστόρημα πρέπει νὰ θεωρηθεῖ χαμένο), ποὺ δὲν ἀριθμεῖ περισσότερες ἀπὸ ἑκατὸ σελίδες, περιμένει μισὸν αἰώνα μετά, τὴν ὁριστικὴ ταξινόμηση καὶ κριτικὴ ἀποτίμηση σὲ ἕναν τόμο τῶν Ἁπάντων του. Πράξη δικαιοσύνης.
30 Σεπτεμβρίου 2019
ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ
[1] περ. Νέα Ἑστία, τχ. 1875, Δεκ. 2017, σελ. 814-815. Ἡ ὑπογράμμιση δική μου.
[2] Ὅλες οἱ ἐκδόσεις καὶ ἐπανεκδόσεις, ἐξαντλημένες σήμερα, ἀπὸ τὸν οἶκο Διογένης ποὺ διηύθυνε ὁ Κ. Κουλουφάκος.
[3] Στὸν ἐκδοτικὸ οἶκο οἱ δύο συλλογὲς φέρονται νὰ ἐπανατυπώνονται καὶ τὴν Πρωτοχρονιὰ τοῦ 1990. Ἔκδοση, ἐπίσης, ἐξαντλημένη.
[4] Ἐννοεῖ μᾶλλον τὴν ἐνσυναίσθηση, τὴ βίωση τῆς κατάστασης τοῦ ἄλλου.
[5] τχ. 2, 1973, σελ. 280-281.
[6] τχ. 231-232, Μάιος-Ἰούνιος 1974, σελ. 83-84.
[7] τχ. 65, Ἰούνιος 1987, σελ. 518-519.
[8] Τὸ 2012, στὸ ἠλεκτρονικὸ περιοδικὸ Νέα Σύνορα ὁ Δ. Βαλασκαντζὴς ἔγραψε γιὰ τὸν Λεοντακιανάκο: «[…] Σήμερα 81 χρονῶν παππούς, ξαναδιαβάζω τὰ ποιήματά του καὶ θυμήθηκα πὼς τὰ Νέα Σύνορα στὸ τεῦχος μας 39-40 ποὺ κυκλοφόρησε στὶς 25/2/1975, βάλανε πρωτοσέλιδο (σελίδες 1 ἕως 3) ἑφτὰ ποιήματά του. Ὁ δρόμος ταχύτητος ὁ δικός του καὶ ἡ βραδυπορία τοῦ τυπογραφείου ποὺ τύπωνε τὸ περιοδικό μας δὲν μᾶς βοήθησαν νὰ δεῖ ὁ ἄτυχος νέος τυπωμένα τὰ ποιήματα ποὺ μᾶς εἶχε στείλει. Ἔφυγε στὶς 2/12/1974 ἀπὸ κοντά μας […]. Ὁ θάνατος δὲν γνωρίζει ἀποστάσεις καὶ ἡμερομηνίες».
Ὁ Λεοντακιανάκος εἶχε στείλει καὶ τὰ δύο βιβλία του στὸ περιοδικὸ μὲ τὴν ἀφιέρωση «στὸν ἐκλεκτὸ λογοτέχνη Δημήτρη Βαλασκαντζὴ μ’ ἐκτίμηση γιὰ τὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελεῖ μὲ τὰ Νέα Σύνορά του».
Τέλος, γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς ποίησης, 21 Μαρτίου 2017, ὁ ποιητὴς Βασίλης Λαλιώτης εἶχε ἀναγγείλει ἐκδήλωση σὲ «καφὲ» τοῦ Ἀμαρουσίου Ἀττικῆς πρὸς τιμὴν τοῦ Ἰ. Λεοντακιανάκου.
Διάφορες διαδικτυακὲς περιστασιακὲς καταγραφὲς ἀναφέρουν ἁπλῶς τὸ ὄνομά του.
[9] Τὸν Λεοντακιανάκο διέκρινε πρώιμη εὐφυΐα. Παρὰ τὸ σοβαρὸ πρόβλημα ὑγείας ποὺ ἀντιμετώπιζε, ἦταν ἄριστος μαθητὴς καὶ κατόρθωσε νὰ εἰσαχθεῖ, τὸ 1972, στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν, χωρὶς νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ παρακολουθήσει μαθήματα. Πέθανε, ὅπως εἴπαμε, δύο χρόνια ἀργότερα. Ἐκ τῶν ὑστέρων μαθεύτηκε ἡ περιπετειώδης εἰσαγωγή του στὸ Πανεπιστήμιο, μοναδική, ἐξ ὅσων γνωρίζω, στὰ χρονικά μας. Ἐξετάστηκε σὲ τρία, ἀπὸ τὰ τέσσερα, μαθήματα, ἀφοῦ ἕνα καρδιακὸ ἐπεισόδιο δὲν τοῦ ἐπέτρεψε τὴ συμμετοχὴ στὴν πρώτη ἡμέρα τῶν ἐξετάσεων. Ἀρίστευσε στὰ ὑπόλοιπα τρία μαθήματα καὶ πέρασε στὸν πίνακα τῶν ἐπιτυχόντων, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους βρισκόμουν κι ἐγώ. Ὁ πρῶτος μου διορισμός, τὸ 1980, ἦταν στὸν τόπο καταγωγῆς του, τὴν Ἀρεόπολη Λακωνίας. Οἱ γονεῖς του θεώρησαν ὅτι κατὰ ἕναν τρόπο βρισκόμουν ἐκεῖ, στὴ θέση τοῦ παιδιοῦ τους. Μοῦ δώρισαν τὰ βιβλία του καὶ μὲ περιέβαλαν μὲ ξεχωριστὴ ἀγάπη. Μόλις τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 2017, μετὰ τὴν ἀποδημία μου στὴν Γερμανία, κατόρθωσα νὰ διοργανώσω, σὲ συνεργασία μὲ τὸν Δῆμο Ἀνατολικῆς Μάνης, μὲ τὴ συμμετοχὴ τοῦ ποιητῆ Τάσου Γαλάτη καὶ τοῦ σκηνοθέτη Νίκου Θεοδοσίου, ἐκδήλωση πρὸς τιμὴν δύο λησμονημένων ἄξιων ποιητῶν τῆς Μάνης, τοῦ Κούλη Ἀλέπη καὶ τοῦ Ἰωάννη Λεοντακιανάκου, ποὺ φιλοξενήθηκε στὸ Κέντρο Πολιτισμοῦ τοῦ Δήμου, στὸ Γύθειο, μὲ τὴ βοήθεια τῆς ὑπευθύνου τῆς Καψαλείου Βιβλιοθήκης Γυθείου κ. Β. Κουμουνδούρου. Τὸ παρὸν κείμενο, στὴν ἀρχική του μορφή, διαβάστηκε ἐκεῖ. Συντομευμένη ἐκδοχή του δημοσιεύτηκε στὸ Λακωνικὸν Ἡμερολόγιον 2018 (σελ. 390-391).
[10] Ἡ ἔκδοση ἀφιερώνεται στὴ μνήμη του ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, Ἠλία καὶ Ποτούλα.