του ΜΥΡΩΝΑ ΖΑΧΑΡΑΚΗ
Ακούμε και διαβάζουμε διαρκώς από διάφορους θεωρητικούς της οικονομίας και της πολιτικής για τον σύγχρονο «Νεοφιλελευθερισμό» και το πώς αυτός απειλεί τις κατώτερες τάξεις και σε τελική ανάλυση, την ίδια τη Δημοκρατία, ωστόσο (σχεδόν) ποτέ ως τώρα, από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, δεν έχει δοθεί από τους ίδιους ένας σαφής και ξεκάθαρος ορισμός ως προς το τι είναι «Νεοφιλελευθερισμός», ποιοι είναι οι θεωρητικοί του και που ακριβώς αποσκοπεί. Μπορούμε να καλύψουμε ίσως αυτό το κενό, εξετάζοντας ένας από τους επιφανέστερους εκπροσώπους του, που δεν είναι άλλος από τον Φρήντριχ φον Χάγιεκ.
Αν ο Κέϋνς θεωρείται ως ο σημαντικότερος Οικονομολόγος κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα, τότε ο νομπελίστας Φρήντριχ φον Χάγιεκ, θα έπρεπε οπωσδήποτε να θεωρείται ο σημαντικότερος κατά το δεύτερο ήμισυ. Μέχρι σήμερα οι δυο τους εκπροσωπούν δυο (θεμελιωδώς;) διαφορετικούς δρόμους για τον Δυτικό καπιταλισμό: από τη μια μεριά βρίσκεται ο Κέϋνς και η Σοσιαλδημοκρατία, που κάνοντας ορισμένες παραχωρήσεις στο Σοσιαλισμό εισηγείται την τόνωση της ζήτησης των αγορών από το κράτος και από την άλλη, ο Νεοφιλελευθερισμός του Χάγιεκ, τόσο δυσφημισμένος σήμερα, που πρεσβεύει την επιστροφή στο laissez faire του 19ου αιώνα, με την ελάχιστη κρατική παρέμβαση στον οικονομικό τομέα. Το βιβλίο του Χάγιεκ, Ο δρόμος προς τη δουλεία, αποτελεί για πολλούς το αριστούργημά του και με τον τρόπο του καταφέρνει να διατηρεί την επικαιρότητά του ως τις μέρες μας, αν και αρχικά απορρίφθηκε από τρεις εκδότες ως «απαράδεκτο», πριν αποκτήσει την απροσδόκητη επιτυχία που τελικά απέκτησε και μεταφράστηκε σε διάφορες γλώσσες. Ο συγγραφέας του ξεκίνησε να το γράφει κατά τη διάρκεια του πολέμου και το δημοσίευσε προς το τέλος του, προκειμένου να προλάβει να επηρεάσει τις ιστορικές εξελίξεις. Σύμφωνα μάλιστα με τον Χάγιεκ, τίποτε δεν έχει διαβληθεί περισσότερο άδικα, από τον κλασικό Φιλελευθερισμό. Πριν στραφούμε στον σχολιασμό του συγκεκριμένου βιβλίου, είναι χρήσιμο να προτάξουμε μια σύντομη εισαγωγή.
Από ορισμένες απόψεις, είναι αρκετά αξιοπερίεργο όταν αναλογιστεί κανείς, μελετώντας την ανθρώπινη ιστορία, πόσα πράγματα που σήμερα θεωρούμε αυτονόητα είναι στην πραγματικότητα προϊόντα ευνοϊκών συγκυριών και τυχαίων γεγονότων του πρόσφατου παρελθόντος μας. Έχει μάλιστα διαπιστωθεί ότι μέσα σε διάστημα διακοσίων ετών από το 1780 συνέβησαν κοινωνικές μεταβολές και εφευρέσεις που από πολλές απόψεις υπερβαίνουν σε σημασία από αυτές που είχαν συμβεί σε ολόκληρη την προηγούμενη ιστορία του ανθρώπου. Τεράστια τομή επέφερε ο 19ος αιώνας, με τις επινοήσεις του: τέτοια παραδείγματα είναι οι φυλακές, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, τα γραφεία, οι φωτογραφίες και τα τηλέφωνα, τα εθνικά κράτη, και σε τελική ανάλυση, τον ίδιο τον βιομηχανικό καπιταλισμό. Η κατανομή δωματίων στις κατοικίες γενικεύτηκε, στον Δυτικό κόσμο, μόλις τον 18ο αιώνα μέχρι τότε, ακόμη και οι κατοικίες των πλουσίων, αν και διέθεταν αρκετά δωμάτια, συνδέονταν μεταξύ τους χωρίς διαδρόμους. Η ίδια η Φιλελεύθερη Δημοκρατία δεν αποτελεί εξαίρεση. Στο κύριο ρεύμα της Δυτικής πολιτικής παράδοσης από τον Πλάτωνα μέχρι τον 19ο αιώνα, η έννοια της δημοκρατίας είχε κυρίως αρνητική σημασία, καθώς γινόταν αντιληπτή ως η κυριαρχία των εργαζομένων, αμαθών και φτωχών στρωμάτων της κοινωνίας έναντι των ανώτερων, «πολιτισμένων» και πλουσίων τάξεων. Η ίδια η δημοκρατία κατά κανόνα θεωρούνταν ως μια διακυβέρνηση από τη λάθος τάξη, μια πραγματική ταξική απειλή και ως τέτοια ήταν ασυμβίβαστη όχι μονάχα με τις αντιλήψεις περί ιεραρχίας αλλά και με τις ίδιες τις αρχές του Φιλελευθερισμού. Οι μεγάλοι φιλελεύθεροι θεωρητικοί του 17ου και του 18ου αιώνα δεν ήταν οπαδοί της Δημοκρατίας. Αντίθετα, έκαναν λόγο για ρεπουμπλικανισμό (res publica) και προέβαλαν την έννοια της πολιτικής αντιπροσώπευσης, έχοντας ως πρότυπο όχι τόσο τη (δημοκρατική) αρχαία Αθήνα όσο την (αριστοκρατική) αρχαία Ρώμη.
Οι θεωρίες της δημοκρατίας, όπου και όποτε έκαναν την εμφάνισή τους, είχαν γενικά έναν ουτοπικό χαρακτήρα, αφού οι θεωρητικοί τους προσδοκούσαν είτε ένα αταξικό σύστημα, όπου δε θα υπάρχει ιδιοκτησία (Βρετανοί Ισοπεδωτές, Τόμας Μορ) ή απλώς ένα μονοταξικό σύστημα, στο οποίο δε θα υπάρχει υπερβολικός πλουτισμός ή ακραία φτώχεια (Τζέφερσον και ως έναν βαθμό μονάχα, Ρουσσώ). Πρακτικά, οι Φιλελεύθερες Δημοκρατίες έκαναν την εμφάνισή τους μόλις τον 19ο αιώνα και ακόμη και τότε διατηρούσαν τον ολιγαρχικό τους χαρακτήρα, υπηρετώντας κυρίως τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Ακόμη, η γενικευμένη αποδοχή της δημοκρατίας ως κατάλληλης μορφής για την οργάνωση της πολιτικής ζωής είναι φαινόμενο των τελευταίων εκατόν πενήντα χρόνων, αν όχι και πιο πρόσφατα.
Πώς όμως προέκυψε; Ιστορικά, η πρώτη μορφή Φιλελεύθερης Δημοκρατίας στην πράξη ήταν η Προστατευτική Δημοκρατία, όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται. Το συγκεκριμένο μοντέλο διακυβέρνησης στηρίχθηκε σε μια κατά βάση υλιστική και απαισιόδοξη ανθρωπολογία, σύμφωνα με την οποία τα ανθρώπινα όντα χαρακτηρίζονται από εγωκεντρισμό και κατά συνέπεια το καθένα τους αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για τα υπόλοιπα. Καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε σε αυτό η σκέψη των Βρετανών Φιλελευθέρων, Τζέρεμυ Μπένθαμ και Τζέημς Μιλλ. Στον βρετανικό Φιλελευθερισμό τα άτομα προωθούν τα συμφέροντά τους στην κοινωνία σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς, ενώ ρόλος του κράτους σε αυτή τη διαδικασία, είναι απλώς να αποτελεί ένα είδος «διαιτητή». Η προστατευτική δημοκρατία των Μπένθαμ και Τζέημς Μιλλ διέθετε ένα ωφελιμιστικό (ευδαιμονιστικό) υπόβαθρο. Αντιλαμβανόταν την κοινωνία ως ένα σύνολο αλληλοσυγκρουόμενων ατόμων, καθένα από τα οποία επιδιώκει τη χρήση των υπολοίπων προς όφελός του, ακολουθώντας τη χομπσιανή εμμονή στον υλισμό και την αυτοσυντήρηση, αλλά και συναρμόζοντας τη με το ωφελιμιστική αρχή περί μέγιστης ευδαιμονίας για τον μέγιστο αριθμό ανθρώπων. Ήταν η πρώτη φορά που εφαρμόστηκε η καθολική ψηφοφορία στο σύνολο του ανδρικού πληθυσμού. Στόχο είχε αφενός να υπηρετεί την ελεύθερη αγορά και αφετέρου να προστατεύει τα μέλη της κοινωνίας από τον δεσποτισμό ενός πιθανού τυράννου. Συνοψίζοντας, αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως Φιλελεύθερη Δημοκρατία αποτελεί σύμπτωση δύο διαφορετικών πολιτικών τάσεων, του Φιλελευθερισμού και της Δημοκρατίας, που εδραιώθηκε μόλις τον 19ο αιώνα. Ίσως δεν είναι ακριβές να μιλάμε για «δημοκρατία». Στην ουσία πρόκειται μάλλον για έναν διευρυμένο ρεπουμπλικανισμό (με τη σημασία της πολιτικής αντιπροσώπευσης) παρά για γνήσια δημοκρατία. Οι πρώτες Φιλελεύθερες Δημοκρατίες προέκυψαν λόγω του καπιταλισμού και οι κλασικοί Φιλελεύθεροι ήταν, στην πλειοψηφία τους, μάλλον καχύποπτοι απέναντί τους.
Έχοντας υπόψη μας τα παραπάνω, μπορούμε να προχωρήσουμε στην ανάλυση του βιβλίου. Παρά το πυκνό και περίτεχνο ύφος του, ουσιαστικά είναι ένας πολιτικός λίβελλος εναντίον του Σοσιαλισμού (κάθε μορφής) και διέπεται από μια βασική θέση: αν η Αγγλία και οι Η.Π.Α. στραφούν προς τον οικονομικό σχεδιασμό, όπως τείνουν να κάνουν, η δημοκρατική τους διακυβέρνηση θα αντικατασταθεί από έναν ολοκληρωτισμό. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Χάγιεκ, ο (ιταλικός) φασισμός και ο ναζισμός, οι σύγχρονες απολυταρχίες που προκάλεσαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν αποτελούν απλώς εθνικά φαινόμενα συγκεκριμένων κοινωνιών στις οποίες αναδύθηκαν, αλλά έχουν μια βαθύτερη πηγή: τον σοσιαλισμό. Πιο συγκεκριμένα, ο Χάγιεκ ισχυρίζεται ότι οι ολοκληρωτισμοί που οδήγησαν στον τελευταίο πόλεμο ήταν σοσιαλιστικής κατεύθυνσης. Ο φασισμός και ο ναζισμός συγκρούστηκαν με τον κομουνισμό όχι ως αντιτιθέμενες ιδεολογίες, αλλά ως αντίθετες σοσιαλιστικές φράξιες και η άνοδος αυτών των κινημάτων δεν επήλθε ως αντίδραση στο σοσιαλιστικό κίνημα, αλλά ως αναγκαία συνέπειά του. Άλλωστε, είναι παλιά και στενή η σύνδεση σοσιαλισμού και εθνικισμού στη Γερμανία: ο Φίχτε, ο Ρόντμπέρτους και ο Λασσάλ, αναγνωρισμένοι υπερασπιστές ενός εθνικού σοσιαλισμού, αποτελούν επίσης αναγνωρισμένοι πρόδρομοι του σοσιαλισμού. Σύμφωνα με τον Χάγιεκ, τόσο ο φασισμός όσο και ο ναζισμός προκύπτουν όταν ο κομουνισμός αποδεικνύεται στη συνείδηση του λαού αυταπάτη. Αντίθετα από τους σοσιαλιστές, που ανδρώθηκαν μέσα σε έναν φιλελεύθερο και δημοκρατικό κόσμο, οι (Ιταλοί) φασίστες και οι ναζιστές αναπτύχθηκαν από την εμπειρία του ασύμπτωτου ανάμεσα σε δημοκρατία και σοσιαλισμό, καθώς και ανάμεσα σε σοσιαλισμό και διεθνισμό. Κατά συνέπεια, ο φασισμός, ο ναζισμός και ο κομουνισμός έχουν το κοινό ότι πιστεύουν σε έναν προκαθορισμένο σκοπό, για χάρη του οποίου υποστηρίζουν μια κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία. Πρόκειται για την ιδέα του σχεδιασμού, η οποία ενώνει όλους τους μονομανείς ιδεαλιστές, όλους όσους έχουν αφιερώσει τη ζωή τους σε έναν και μόνο σκοπό. Γιατί όμως απέκτησε τόσο μεγάλη απήχηση η ιδέα του σχεδιασμού; Όπως υποστηρίζει ο Χάγιεκ, η φιλελεύθερη οικονομία τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια προσέφερε στα ευρωπαϊκά κράτη μοναδική ευημερία και υλική πρόοδο. Ακριβώς εξαιτίας εκείνης της προόδου, εμφανίστηκαν νέες γενιές ανθρώπων που ήταν απρόθυμες να υπομείνουν τα κοινωνικά προβλήματα όπως γινόταν στο παρελθόν. Η ίδια η επιτυχία του φιλελευθερισμού, έγινε η αιτία της παρακμής του. Οι άνθρωποι έκαναν το λάθος να θεωρήσουν αυτονόητη την οικονομική ελευθερία, την προϋπόθεση κάθε άλλης ελευθερίας, και να πιστέψουν στον σχεδιασμό. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι εκείνοι που υποστηρίζουν τις αυθαιρεσίες των εξουσιών, είναι οι ίδιοι που πιστεύουν ακράδαντα ότι η ιστορία υπακούει σε προδιαγεγραμμένους και αναπόφευκτους νόμους: τέτοιες αντιλήψεις καταργούν ακριβώς όσα αυτοί οι άνθρωποι απεχθάνονται: την ιστορική δράση των ατόμων και την ελευθερία. Επιπλέον, η ώθηση προς τον ολοκληρωτισμό ενισχύεται και από δύο μεγάλα συμφέροντα: το οργανωμένο κεφάλαιο και τους οργανωμένους εργάτες. Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι οι πολιτικές αυτών των δύο δείχνουν από κοινού προς την ίδια κατεύθυνση. Συγκεκριμένα, οι εκπρόσωποι του οργανωμένου κεφαλαίου επιδιώκουν τον σχηματισμό μιας οικονομίας με κρατικά ευνοημένα μονοπώλια, όπως ακριβώς συνέβαινε στη Γερμανία. Μπορούμε να σχεδιάσουμε μονάχα τις συνθήκες που ευνοούν την πρόοδο και όχι να «σχεδιάσουμε» την πρόοδο, αναφέρει με έμφαση ο Χάγιεκ. Όσο για τον καταμερισμό της εργασίας, λειτούργησε επειδή δεν ήταν προϊόν σχεδιασμού αλλά αποτέλεσμα των άγνωστων και «τυφλών» μηχανισμών της αγοράς. Ακριβώς επειδή οι νόμοι της αγοράς είναι τυφλοί, αγνοούν δηλαδή τα συγκεκριμένα πρόσωπα και τις καταστάσεις, τα φιλελεύθερα καθεστώτα είναι δικαιότερα και από τον δικαιότερο κολεκτιβισμό.
Όσο για τα νομοθετήματα, είναι γενικά και αναφέρονται σε περιπτώσεις που δε μπορούν να προβλεφθούν εκ των προτέρων. Αυτό συνιστά ένα κράτος δικαίου. Μια τέτοια κοινωνία χαρακτηρίζεται από το Χάγιεκ «εμπορική».
Στους αντίποδες, οι σοσιαλιστικές κοινωνίες αδυνατούν να θέσουν όρια στην εξουσία του κράτους, το οποίο συχνά περιορίζει τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών του, προκειμένου να προασπιστεί αυτό που αυθαίρετα χαρακτηρίζει ως «ευημερία της κοινότητας».
Τέτοιες κοινωνίες θυμίζουν στρατόπεδα, αφού ιεραρχούν την ασφάλεια του συνόλου ως σπουδαιότερη των ατομικών ελευθεριών. Μέσα από το σχεδιασμό βέβαια, πρώτη η ασφάλεια είναι που παραβιάζεται, εξαιτίας των αντιθέσεων ανάμεσα σε όσους θεωρούνται προνομιούχοι και στους υπόλοιπους.
Όλο το βιβλίο διατρέχεται από την απαισιόδοξη πεποίθηση ότι οι άνθρωποι τείνουν να μη διαχειρίζονται σωστά την εξουσία που τους δίνεται, γι’ αυτό και κάθε παραβίαση της ελευθερίας του εμπορίου λογίζεται ως κίνδυνος ολοκληρωτισμού. Προειδοποιώντας τις φιλελεύθερες χώρες της Δύσης να μην επαναλάβουν τα εγκληματικά σφάλματα της Ρωσσίας, της Ιταλίας και της Γερμανίας, ο Χάγιεκ επιμένει ότι δεν υπάρχει σημείο σύγκλισης μεταξύ Σοσιαλισμού και Φιλελευθερισμού και η σωτηρία μας είναι μονάχα το να επιστρέψουμε στις φιλελεύθερες ρίζες του πολιτισμού μας μελετώντας τα έργα των μεγάλων θεωρητικών του 19ου αιώνα (λόρδος Άκτων, Τζων Στιούαρτ Μιλλ, Γλάδστων κ.α.). Αυτή η αδιαπραγμάτευτη πίστη στη δύναμη των αγορών να εξασφαλίζουν την ευδαιμονία για το κοινωνικό σύνολο, σε συνδυασμό με την επιστροφή στον κλασικό Φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα και τη δυσπιστία του απέναντι στην εξουσία των ανθρώπων, συνθέτουν μέχρι σήμερα τη Νεοφιλελεύθερη σκέψη, η οποία βλέπει στο πρόσωπο του Φρήντριχ φον Χάγιεκ έναν ιδεολογικό πατέρα, καθώς και έναν αληθινά διαπρύσιο κήρυκα των αξιών της. Δεν είναι φυσικά τυχαίο που η συνήθης μομφή ενός libertarian προς τον συνομιλητή του είναι «σοσιαλιστής».
Ωστόσο, οι προβλέψεις του Χάγιεκ δεν επαληθεύτηκαν. Οι κεϊνσιανές οικονομικές πολιτικές όχι απλώς δεν οδήγησαν σε έναν νέο ολοκληρωτισμό στα Δυτικά κράτη, αλλά αντίθετα προσέφεραν στους πολίτες τους επίπεδα υλικής ευμάρειας τόσο ασυνήθιστα, που ενδεχομένως ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας που έγινε κάτι τέτοιο δυνατό.
Συνάμα, ο Χάγιεκ, όπως και ο επιφανέστερος μαθητής του, ο νομπελίστας οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν, επισκέφθηκαν τη Χιλή στη δεκαετία του ‘80 και εξέφρασαν θετική γνώμη για τον τότε δικτάτορα Αουγούστο Χοσέ Ραμόν Πινοσέτ. Μάλιστα, μια ομάδα Χιλιανών οικονομολόγων υποστηρικτών του Φρίντμαν (γνωστοί και ως “Chicago Boys”) ανέλαβε την προώθηση μιας νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής στη Χιλή, κάτι που συνέβαλε επίσης σημαντικά στην αμαύρωση της φήμης τόσο του Φρίντμαν όσο και του Χάγιεκ. Έγινε έτσι πλέον φανερό ότι ο οικονομικός Φιλελευθερισμός δε συμβαδίζει αναγκαστικά με τον πολιτικό και αυτό έδωσε και δίνει ως σήμερα λαβή σε πάσης φύσεως ιδεολογικούς αντιπάλους του Νεοφιλελευθερισμού να τον κατηγορούν ως αντιδημοκρατικό και φιλοτυραννικό σύστημα σκέψης. Το μόνο που μπορεί σίγουρα να απαντήσει κανείς σε όλους αυτούς είναι το παλιό λατινικό ρητό: “audiatur et altera pars”.
ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ