~.~
I V A
Σκιαγραφίες ἑνὸς ᾿Εσόπτρου
τῆς
ΝΑΤΑΣΑΣ ΚΕΣΜΕΤΗ
ἰχνογραφημένες
ἀπὸ τὸν
Α. Κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
~.~
Δ Ο Κ Ι Μ Ι Ο
Μέρος Πρῶτο
1.
«῞Ο,τι δὲ μοιράζεται, δὲν ὑπάρχει»
Πρὶν ἀπὸ δύο χρόνια (2017) ἡ Νατάσα Κεσμέτη δημοσίευσε ἕνα τελευταῖο ἔργο της, μιὰ «μυθιστορία», μὲ τίτλο «IVA» καὶ ὑπότιτλο «ΕΣΟΠΤΡΟ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΟΥΣ ΟΘΟΝΗΣ». Τὸ βιβλίο, ποὺ ἐκτείνεται σὲ 416 σελίδες, δὲν εἶναι οὔτε εὔβατο, οὔτε εὔληπτο, οὔτε εὐανάγνωστο. ῾Η ἐντύπωση ποὺ σχημάτισα διαβάζοντας καὶ ξαναδιαβάζοντας τὶς σελίδες του ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι πὼς ἡ συγγραφέας μᾶς χάρισε ἕνα ξεχωριστὸ κείμενο ποὺ δὲ μοιάζει μὲ «μυθιστόρημα» μὲ τὴ γνωστὴ σημασία τοῦ ὅρου. ῾Υπῆρξαν στιγμὲς ποὺ εἶχα τὴν αἴσθηση πὼς ὅ,τι διάβαζα δὲν ἦταν «κανονικὸ βιβλίο», ἀλλὰ κάποτε μιὰ ἐξομολογητικὴ «ἀσθμαίνουσα» (302) αὐτοβιογραφία, ἄλλοτε ἕνας καινότροπος σχολιασμὸς γνωστῶν ἱστορικῶν γεγονότων καὶ σὲ ἄλλες σελίδες μιὰ ἄτακτη αἰνιγματικὴ συρραφὴ ἀπομνημονευμάτων. ῾Η αἴσθηση αὐτὴ ὡστόσο καὶ στὶς τρεῖς περιπτώσεις δὲν ἔπαψε μέσα μου νὰ ἀντηχεῖ στὸ τέλος ὡς ψευδαίσθηση. ῎Ετσι, ἀνήσυχος διαρκῶς, ἔφτασα στὸ σημεῖο νὰ φαντάζομαι αὐτὸ τὸ κείμενο ὡς ἕναν τελετουργικὸ βωμό, ὅπου ἔνιωθα νὰ συντελεῖται μιὰ μυσταγωγικὴ αὐτοθυσία. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἐπιβλητικὴ μυσταγωγία ἦταν ὁ δισταγμὸς ποὺ πῆρε πολλὲς φορὲς τὴ γραφίδα ἀπὸ τὸ χέρι μου καὶ ματαίωσε τὴν ἀπόπειρα σύνθεσης ἑνὸς «ἀπὸ ἀπόσταση», ψύχραιμου δοκιμίου. Αἰσθανόμουν καὶ ἐξακολουθῶ νὰ νιώθω πὼς εἶναι ἀδύνατο ἀκόμα καὶ γιὰ τὸν πιὸ διεισδυτικὸ καὶ ἔμπειρο κριτικὸ νοῦ νὰ ἐκλογικεύσει ἢ ἀλλιῶς νὰ τετραγωνίσει τοὺς ἕξι κύκλους αὐτοῦ τοῦ ποιητικοῦ κειμένου, χωρὶς νὰ τὸ ἀλλοιώσει ἢ ἀκόμη καὶ νὰ τὸ καταστρέψει. ῍Αν μετὰ ἀπὸ πολλοὺς μῆνες ἀναβολῶν ξεπέρασα τὸ δίλημμά μου καὶ κατόρθωσα ἴσως νὰ βάλω σὲ στοιχειώδη τάξη τὶς σκόρπιες σημειώσεις μου γύρω ἀπὸ τὸ βαθύτερο νόημα αὐτῆς τῆς ἀχαρτογράφητης μυθιστορίας τὸ ὀφείλω ὄχι μόνο στὴ σιωπηλὴ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονὴ τῆς Κυρίας Κεσμέτη ἀλλὰ κυρίως σὲ μιὰν ἀνείπωτη, βαθύτατη τραγικὴ ἐμπειρία της ἀποκρυσταλλωμένη ἢ μᾶλλον κρυμμένη «πίσω ἀπὸ τὶς σελίδες» (330) τοῦ βιβλίου της, ποὺ πείστηκα τελικὰ μετὰ ἀπὸ πολλὲς παλινδρομήσεις πὼς ἦταν ὁ ἀθέατος ἄξονας τῆς κρυφῆς μυθιστορικῆς Ζωῆς της. ῾Η τραγωδία αὐτῆς τῆς βαθιᾶς ἐμπειρίας διαφαίνεται ἀχνὰ σὲ μιὰ κατεπίφαση ἐπεξηγηματικὴ ἀλλὰ μᾶλλον αἰνιγματικὴ καὶ διφορούμενη ἐπισήμανση τῆς ἴδιας τῆς συγγραφέως: «῞Ο,τι δὲ μοιάζεται δὲν ὑπάρχει» (391). Αὐτὸ τὸ μοιραῖο «ὅ,τι δὲ μοιράζεται», ὅ,τι δὲν κοινολογεῖται δηλαδή, ἀλλὰ καὶ ὅ,τι (ὡς «ὅλον», 361) δὲν γίνεται μέρος, «ἀπόσπασμα» δηλαδή, μὲ ἔπεισε ἐντέλει νὰ ξαναπιάσω τὴν πένα καὶ ὑπακούοντας στὰ κελεύσματα τῆς ἀνοικονόμητης φαντασίας/ἰδιολέκτου τῆς ἐξαιρετικῆς συγγραφέως, νὰ «μοιράσω» αὐτὴ τὴν ἐμπειρία της. Πῶς; Μὲ τὸν δικό της ἰδιόμορφο τρόπο ἀκριβῶς: γράφοντας καὶ δημοσιεύοντας, ραγίζοντας μὲ ἄλλα λόγια τὸν ἀμετάδοτο καὶ ἀμοίραστο «θησαυρό» της, ἀφοῦ αὐτὸς ὁ μυθ(ιστορι)κός, λεξιλογικὸς τουτέστιν, θησαυρός, σύμφωνα μὲ τὴν προκλητικὴ «μαρτυρία» της (344), εἶναι κρυμμένος στὸ ράγισμά του ἢ εἶναι τὸ ράγισμά του καὶ μόνο (313, 344, 346, 351, 352), ἡ «ρημαγμένη» (315) του λογοτεχνία — βαριὰ κουβέντα ποὺ συγγενεύει ἀσφαλῶς ἀλλὰ καὶ διαφέρει ἀπὸ τὸν «ρημαγμένο κῆπο» τοῦ Κώστα Στεργιόπουλου, καὶ τὸ «σπασμένο» τοῦ φίλου ποιητῆ Γιάννη Πατίλη (363)· ὅπως ἐπίσης συγγενεύει (στενότερα μάλιστα) ἀλλὰ καὶ ξεπερνάει κατὰ πολὺ σὲ ἀγριότητα τὴν «ἑτοιμόρροπη χάρη» τοῦ Νοέμβρη/Φθινοπώρου (379) στὸ ἔξοχο καὶ λιτὸ ποίημα μιᾶς ἄλλης φίλης καὶ ποιήτριας, τῆς Κας Μαρίας Μαρκαντωνάτου. Τὸ «ράγισμα» (τὴ χαρακιά/θρυμμάτισμα 346) λοιπὸν αὐτό, βαθιὰ ὀντολογικό, προσπάθησα νὰ ἐπισκευάσω μὲ αὐτὸ τὸ διστακτικὸ δοκίμιο. Πῶς; ῎Οχι, πρὸς Θεοῦ, σφραγίζοντας μὲ γύψο τὴ λογοτεχνικὴ ρωγμή του — αὐτὸ εἶναι φύσει ἀδύνατο, ἀκούω τὴν Κυρία Κεσμέτη νὰ λέει καὶ συμφωνῶ μαζί της — ἀλλὰ ρίχνοντας πάνω ἀπὸ τὸ κενό της μιὰ βατὴ γεφυρούλα γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ πρόθυμος ἀναγνώστης νὰ περνάει πότε-πότε μὲ κάποια ἀσφάλεια ἀπὸ τὸ ἕνα χεῖλος τοῦ «ραγίσματος», ἀπὸ τὴν πεπατημένη ὄχθη τῆς κοινῆς ἢ τῆς μητρικῆς του γλώσσας δηλαδή, στὸ ἄλλο χεῖλος τῆς ἀντίπερα μεριᾶς, ὅπου παραμονεύει ἡ κινούμενη ἄμμος τῆς κεσμέτειας λογοτεχνίας, ἕτοιμη νὰ καταπιεῖ ὅ,τι στέρεο, σταθερὸ καὶ ἀναμφισβήτητο διδάσκει ἡ ἐπίσημη γραμματικὴ καὶ τὸ συντακτικὸ τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς. ῾Η ἴδια ἡ Νατάσα Κεσμέτη λέει γι᾿ αὐτὴν τὴν κινούμενη ἄμμο της μὲ τὸ ἐκστατικὸ στόμα τῆς Κελαινῶς: «Εἶχα τὴν ἐπίγνωση μιᾶς ἀπόλυτης μεταβατικότητας, καὶ ματαιότητας» (58)· ἐνῶ γιὰ τὴν «ἀντι-κείμενη» γλώσσα της, λέει καὶ πάλι μὲ τὸ στόμα τῆς δασκάλας Εὐτυχίας: «Εἶμαι ἀπέραντα μόνη. ῾Ολομόναχη. Ποτὲ δὲν μπῆκα σὲ καλούπια» (236). Αὐτὴ ἡ δασκάλα ἐπίσης ἦταν ποὺ ὑπερασπίστηκε μὲ παρρησία καὶ ἐπέμενε πὼς ἡ μικρὴ μαθήτρια ᾿Αναστασία Κεσμέτη μπορεῖ «νὰ ἔπασχε ἀπὸ κάτι τρομερό» (234), αὐτὸ ὡστόσο ἦταν τὸ μεγάλο «ταλέντο» της (235), ἡ ροπή, ἡ ὑγιὴς κλίση της πρὸς «τὰ ἐκτὸς τοῦ κόσμου τούτου» ἢ καλύτερα πρὸς «τὰ ἀνεξιχνίαστα βάθη ἐντὸς τοῦ ἀνθρώπου», πρὸς τὰ ἐκτὸς δηλαδὴ τῆς σχολικῆς γραμματικῆς καὶ τοῦ συντακτικοῦ. ῞Οπως θὰ φανεῖ πιστεύω στὴ συνέχεια, σὲ αὐτὴ τὴν κλίση, στὸ μυστικὸ κάλεσμα ποὺ δέχονται λίγοι «ἐκλεκτοί», σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀβάστακτη χάρη/»σταύρωση» (368) — ἴσως κατανάγκην ἄνωθεν— εἶναι ριζωμένες ἡ ὑπερβατικὴ τραγικὴ ἐμπειρία ποὺ ὑπαινίχτηκα πρὸ ὀλίγου καὶ ἡ ὑπέρλογη, ξεστρατισμένη λογοτεχνία τῆς ἐκλεκτῆς συγγραφέως· ἀμφότερες τόσο ἐκρηκτικὲς ποὺ δυσανασχετοῦν μονίμως συμπιεσμένες στὰ νοητικὰ καὶ λεκτικὰ σχήματά τους καὶ ὠθοῦν διαρκῶς τὴν Κεσμέτη σὲ νέες ἐπίνοιες, σὲ ἄλλες ὑπερβάσεις, σὲ μιὰ διαρκῶς ἄλλη λογοτεχνία, σὲ ἕναν ἀσταμάτητο ἀγώνα νὰ ὑπερβεῖ κάθε ἀναβαθμὸ νοητικῆς/γλωσσικῆς ὑπέρβασης σὲ σημεῖο ποὺ τὸ (κοιλο-)πόνημά της νὰ φωνασκεῖ ἢ νὰ βογγάει ἀλλοπρόσαλλο καὶ ἀκατανόητο. Μιὰ γλωσσικὰ ἀγύμναστη φύση συνεπαρμένη ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀπαραμέριστο διπλὸ τυραννικὸ βίωμα μπορεῖ νὰ ἁγίαζε, δὲ θὰ μποροῦσε ὅμως ποτὲ μά ποτὲ νὰ γράψει τὴν ἀνεπανάλειπτη IVA. ῍Ας προσπαθήσω λοιπὸν νὰ περιγράψω (καὶ ὄχι ἀσφαλῶς νὰ ἀντιγράψω) αὐτὰ τὰ δύο φορτία.
2.
«῞Οπως μᾶς ἀφηγεῖσαι, ἔτσι εἴμαστε»
Κύριο καὶ «τρομερό» (234) θέμα τῆς IVA εἶναι, ἐπαναλαμβάνω, μιὰ (παρά-)ξενη τραγικὴ ἐμπειρία ποὺ λίγοι μποροῦν νὰ ἐπωμιστοῦν καὶ νὰ ζήσουν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσιαστικὴ βαρύτατη καὶ ἰσοπεδωτικὴ σκιά της. Κι ὅταν λέω «ἐμπειρία» ἐννοῶ τὴν μόνιμη, σὲ καθημερινὴ βάση, στὸν ὕπνο καὶ στὸν ξύπνο, ἐξουσιαστικὴ (συν-)αἴσθηση/(συν-)εἴδηση τῆς μυστηριώδους μεταβολῆς κάθε ἔνσαρκου προσώπου, κάθε ἁπτοῦ ὑλικοῦ πράγματος καὶ κάθε ζώου σὲ ἐπίπεδη, ἄχρωμη καὶ φευγαλέα αὐτοστιγμεὶ ἄυλη εἰκόνα στὸ «ἔσοπτρο» μιᾶς «μυστηριώδους ᾿Οθόνης». Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία, ποὺ ἐξαϋλώνει τὸ σφρίγος τῆς λεγόμενης (ἢ κάθε λεγόμενης) πραγματικότητας/ὕλης σὲ σημεῖο ποὺ ἡ ῞Υπαρξη ἢ κάθε ῞Υπαρξη νὰ εἶναι αἰσθητὴ ὡς φευγαλέα ἀνάσα τῆς ᾿Ανυπαρξίας, μιᾶς ἀσύλληπτης ᾿Απουσίας, εἶναι ὁ κύριος ἄξονας, τὸ μεγάλο θέμα, τὸ «ἄγριο μαρτύριο» (267), ἡ «σταύρωση» (268) τῆς κεσμέτειας IVA· ἢ ἀλλιῶς «ὁ <ἀδιάπτωτος καὶ βασανιστικὸς> πόθος τῆς νοσταλγίας γιὰ κάτι ποὺ δὲν θὰ πραγματοποιηθεῖ ποτέ» (267), γιὰ κάτι ποὺ δὲ θὰ πραγματωθεῖ, δὲ θὰ γίνει ποτὲ ἁπτὴ ὕλη, «πραγματικὸ πράγμα» κοντολογὶς καὶ θὰ παραμείνει «ἀσύλληπτο», «ἀνεικόνιστη» εἰκόνα (381), «ἀνθύλη/ἀντι-ὐλη (59), μιὰ ἀέρινη «μορφή» (365) τῆς ἄμορφης Νοὺρ μὲς στὸ Νοῦ(ρ). ῾Η συγγραφέας στὴν ἐπιφάνεια τῆς ῞Υλης ἐνορᾶ μὲ βλέμμα πάντα ρεμβῶδες καὶ ἐρεβῶδες τὸ πνεῦμα τῆς ῞Υλης ὡς ἀληθινή, ἄγνωστη (μὴ γνωστέα) καὶ αὐθεντικὴ οὐσία Της. Στὰ μάτια της ὁ Κόσμος αὐτὸς δὲν εἶναι ποτὲ οὔτε ὑλικός, οὔτε λογικὸς καὶ ἁπτός, ἀλλὰ πάντα «ἱστορικός», «ὀνειρικός», «μυθικός», — ἕνα πλαστὸ καὶ παραπλανητικὸ παρασκεύασμα. Πνεῦμα καὶ γλώσσα της λοιπὸν εἶναι πάντα κάτι ἀ-όριστο, «ξεκρέμαστο» καὶ ἀσχημάτιστο — δίχως «ἐνδελέχεια, ἀκρίβεια, συμμετρικὴ ἀνάπτυξη, <δίχως τὸ> ἁρμονικὸ ἅπλωμα κλαδίσκων καὶ κλάδων τοῦ γεροῦ, καλοριζωμένου, κορμοῦ» (181). ᾿Απὸ αὐτὸ τὸ βαθύτατο καὶ τραγικὸ βίωμα ἀναβλύζει ἀστείρευτη στὶς σελίδες τοῦ παράξενου βιβλίου της ἡ «ἐκμυθευτικὴ ἐξιστόρηση» (181), μιὰ ὁμιλία ποὺ μεταποιεῖ διαρκῶς τὰ γεγονότα σὲ θρυμματισμένες, σπασμένες εἰκόνες καὶ ὀνειρομυθολογήματα. ᾿Απὸ τὸ βίωμα αὐτό, ποὺ σιγοκαίει μέσα της «Σβησμένο» καὶ ἀναζωπυρώνεται διαρκῶς, κορυφώνεται ὁ ὑψηλὸς «πυρετὸς τῆς ἀφήγησης», ἕνα πυρετῶδες ψεύδισμα (181), ποὺ γυρεύει μιὰ στρόγγυλη «μιλιὰ καὶ γλώσσα», ὄχι γιὰ νὰ ἀναδείξει τὸ ἀκατόρθωτο ῞Υφος Του, ἀλλὰ γιὰ νὰ «τοῦ σταθεῖ» αὐτὴ ἡ (νέα) γλώσσα ὅπως τὸ βελανίδι «στέκεται» τῆς βελανιδιᾶς (181). Γύρω λοιπὸν ἀπὸ αὐτὸ τὸ Βίωμα «χορεύει» ὅλος ὁ λογοτεχνικὸς κόσμος τῆς Νατάσας Κεσμέτη, ὅλα τὰ λόγια της δηλαδή, τὴ «λουλουδιασμένη ἰτιά/μορφή» Του, τὸ τραγουδάκι Του, τὸ ὡραῖο πεποιημένο «ποίημά» Του (365). Καὶ τονίζω «ὅλα τὰ λόγια της», γιὰ νὰ συμφωνήσω ἀπόλυτα μὲ τὴ «θαμπὴ ἀφηγήτρια» τοῦ βιβλίου πώς, ναί, καλή μου Νατάσα Κεσμέτη, «ὅπως μᾶς ἀφηγεῖσαι, ἔτσι εἴμαστε», (266) πὼς ναί, ἔτσι εἴμαστε, ἕνας κόσμος ἀφηγηματικῶν λέξεων, ὀνομάτων καὶ εἰκόνων, ἀληθινοὶ δηλαδή, ὅπως ἀκριβῶς μᾶς σωματοποιεῖ σὰν λέξεις καὶ ὀνόματα ἡ πλαστικὴ λογοτεχνία σου, ἡ δημιουργική σου πένα. Πρὶν προχωρήσω ὅμως στὴν ἰχνογραφία κάποιων σκιῶν ποὺ διακρίνω στὸ μυστικὸ ἔσοπτρο τῆςΚυρίας Κεσμέτη, χορεύοντας κι ἐγὼ τὴν λουλουδιασμένη ᾿Ιτιά της γύρω ἀπὸ τὸ πλαστὸ καὶ παραπλανητικό, ἀλλὰ καλοστημένο γαϊτανάκι της, θὰ ἤθελα νὰ κάνω μιὰ στάση, μιὰ παύση θὰ ἦταν σωστότερο νὰ πῶ, στὸ πρῶτο κεφάλαιο τοῦ Τέταρτου Κύκλου ποὺ ἡ συγγραφέας, μυημένη ἱέρεια στὰ κρύφια τῆς Λογοτεχνίας καὶ ἀσκημένη τεχνίτρα τῆς Ψευδισματολογίας, τιτλοφόρησε σκόπιμα μὲ τὶς ξενόγλωσσες (ἀγγλικὲς) λέξεις «The Wounds of Love». Μεταφρασμένες οἱ λέξεις αὐτὲς δὲν σημαίνουν παρὰ μόνο «πληγές», καὶ μάλιστα τὶς «πληγές» ἑνὸς μεγάλου «῎Ερωτα». Παίρνοντας ἀνάσα βαθιὰ θὰ ἤθελα νὰ ὑποδείξω στὸν ἀναγνώστη, στὸν ἀκράτητο καὶ παθιασμένο ἰδιαίτερα νεαρὸ ποὺ ἀποφάσισε νὰ στεφανωθεῖ τὴ Λογοτεχνία, νὰ διαβάζει αὐτὸ τὸ ἀριστουργηματικὸ κεφάλαιο δυὸ φορὲς κάθε πρωί, σὰν πρωινὴ εὐχή, κι ἄλλες δυὸ πρὶν κοιμηθεῖ, ἐπίσης σὰ νυχτερινὴ προσευχή. Αὐτὸ καὶ μόνο τὸ κεφάλαιο χρειάζεται — ἀλλὰ καὶ ποιό κεφάλαιο ὅμως δὲν χρειάζεται; — ἕνα ξεχωριστὸ πολυσέλιδο δοκίμιο γιὰ νὰ φωτιστοῦν κάπως, χωρὶς νὰ παραμεριστοῦν, ἐννοεῖται, οἱ ζωτικὲς σκιὲς ἀπὸ τὶς φωταψίες του. ῎Ανοιξα αὐτὴ τὴν παρένθεση ὄχι γιὰ νὰ ἐκφράσω τὸν ἀνοικονόμητο θαυμασμό μου πρὸς τὴν συγγραφέα, — ἡ Κυρία Κεσμέτη δὲν καταλαβαίνει τίποτα ἀπὸ ἐπαίνους καὶ ἐγκώμια — ἀλλὰ γιὰ νὰ προετοιμάσω τὸν φιλόδοξο ποιητὴ νὰ μὴ δεχθεῖ ποτὲ τὸ Μέγα Κρατικὸ Βραβεῖο, ποὺ ἔτσι κι ἀλλιῶς ποτὲ δὲν θὰ τοῦ δοθεῖ ἀπὸ χορευτὲς ποὺ μᾶλλον δὲν ξέρουν ἢ δὲν θὰ μάθουν ποτὲ νὰ χορεύουν σωστὰ τὴν «᾿Ιτιά».
3.
«῎Εσοπτρο μυστηριώδους ὀθόνης»
᾿Επιστρέφω ὅμως στὴν σκοτεινὴ περιοχὴ ἐκείνης τῆς ἐμπειρίας ποὺ ἀποτελεῖ, ὅπως εἶπα, τὸν κεντρικὸ ἄξονα τῆς IVA. Νομίζω πὼς ὅσο δυσανάγνωστο ὑπῆρξε ἴσως τὸ πρῶτο μέρος αὐτῆς τῆς διατύπωσης, ἄλλο τόσο ἢ καὶ περισσότερο δυσανάγνωστο εἶναι τὸ ἄλλο μισό της, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ ὑπότιτλο τῆς μυθιστορίας. ῾Ο συνδυασμὸς «ἔσοπτρου» καὶ «ὀθόνης» εἶναι ὄχι μόνο περίεργος ἀλλὰ σὲ πρώτη ματιὰ καὶ ἀδόκιμος ἴσως ἀπὸ γραμματικὴ καὶ συντακτικὴ ἄποψη. Στὴν κοινή, καθημερινὴ γλώσσα ἔσοπτρο ἢ εἴσοπτρον εἶναι τὸ κάτοπτρον, ὁ καθρέφτης, ἕνα γυαλὶ ἢ ἕνα λεῖο μέταλλο ὅπου δημιουργεῖται ἄγνωστο πῶς τὸ εἴδωλο ἑνὸς ζωντανοῦ καθρεφτιζόμενου προσώπου ἢ ἑνὸς ὑλικοῦ πράγματος, μιὰ πλαστογραφία δηλαδή. ᾿Ενῶ ἡ ὀθόνη εἶναι, γιὰ τὴν κοινὴ γλώσσα ἐπίσης, ἕνα λευκὸ ὕφασμα/πανὶ ὅπου προβάλλεται ἢ ἀναπαράγεται μιὰ ἐπίσης πλαστή, «ἐκ κατασκευῆς» ὅμως, εἰκόνα, συνήθως κινηματογραφική. ῾Υποθέτω πὼς ἡ Νατάσα Κεσμέτη συνειδητὰ προτάσσει στὸ ἐξώφυλλο καὶ στὴ σελίδα τίτλου τὸ «ἔσοπτρο» τῆς «ὀθόνης», καὶ μάλιστα σὲ δική του χωριστὴ καὶ πρώτη τυπογραφικὴ ἀράδα, γιὰ νὰ προσδώσει ἔτσι στὴν ὀθόνη της μιὰ εἰδικὴ ἰδιότητα/σημασία. Τὸ «ἔσοπτρο / μυστηριώδους ὀθόνης» λοιπὸν μπορεῖ νὰ διαβαστεῖ μὲ δυὸ τρόπους, ποὺ καταλήγουν ὅμως στὴν ἴδια σημασία: (α) ῾Η ὀθόνη εἶναι «μυστηριώδης», γιατὶ δὲν εἶναι μιὰ ἁπλή, κοινὴ πάνινη ὀθόνη (τοῦ σινεμᾶ), ἀλλὰ μιὰ «ὀθόνη»/«ἔσοπτρο», μὲ ἄλλα λόγια ἕνα ὑποστατὸ καὶ αὐθεντικό, ἀλλὰ κατ’ οὐσίαν ἄ-γνωστο, ἄμορφο καὶ ἀ-όριστο (μὴ ὁριστό) μέσα μας πρότυπο ποὺ μοναδική του ἰδιότητα ἢ λειτουργία εἶναι ἡ ἀναπαραγωγὴ ὄχι τοῦ αὐθεντικοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλὰ ἡ δημιουργία, ἡ ἐπι-νόηση μιᾶς ἀλλοιωμένης καὶ ἀλλοιωτικῆς εἰκόνας του. Μὲ ἄλλα λόγια εἶναι ἕνα αὐθεντικὸ ὄργανο μὲ μοναδικὴ ἰδιότητα ἢ λειτουργία τὴν δημιουργία ἑνὸς εἰδώλου ποὺ ἐκ φύσεως γίνεται δυστυχῶς ἀντιληπτὸ ὡς πλαστὸ σὲ σύγκριση καὶ ἀντιβολὴ μὲ τὸ φύσει ἀπροσδιόριστο καὶ ἀνείδωτο πρότυπό του. (β) ῾Η ὀθόνη/ἔσοπτρο εἶναι μυστηριώδης ἐξαιτίας αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς τραγικῆς ἀντίφασης: ὅ,τι φαίνεται/φαντάζει πάνω της (= εἰκόνα), μολονότι πηγάζει ἢ προέρχεται ἀπὸ κάτι αὐθεντικό, γίνεται ἀντιληπτὸ ὡς κάτι μὴ αὐθεντικό, ὡς ἕνα φύσει ψευδές, ἄψυχο καὶ νεκρὸ ἀντίγραφο μὲ ἀπατηλὲς ἰδιότητες. Αὐτὴ τὴν τραγικότητα ἔχει συνοψίσει ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος στὴν ἀποστολική του ρήση: «βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι᾿ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» (α Κορινθ. 13, 12). Κοινὴ ἰδιότητα λοιπὸν καὶ τοῦ ἔσοπτρου καὶ τῆς ὀθόνης εἶναι ἡ καταστροφικὴ στρέβλωση: προβάλλουν κάτι πλαστὸ ἢ στρεβλὸ ἢ νόθο πού, ἀποκτώντας αὐτόνομη ὕπαρξη καὶ ἐξουσία συνεπάγεται τὸν ἀφανισμὸ ἐκείνου ποὺ ὑπῆρξε ἡ αὐθεντικὴ δημιουργικὴ πηγή του. Τὸ παύλειο «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» ἀφανίζεται καὶ μένει μόνο ἡ ἀλλοίωση, τὸ αἰνιγματικὸ ἐπιβλητικὸ ἀντίγραφο, τὸ καταστρεπτικὸ καὶ ἀπατηλὸ «εἴδωλο». Καὶ τὸ χειρότερο: δημιουργὸς ἢ παραγωγὸς αὐτῆς τῆς καταστροφῆς εἶναι τὸ ἴδιο τὸ πρωτότυπο, ποὺ μολονότι αὐθύπαρκτο καὶ αὐθεντικό, μόνον ὡς ἀπατηλὸ ἔσοπτρο ζεῖ καὶ δουλεύει· κάθε εἴδωλο καὶ κάθε εἰκόνα λοιπὸν τοῦ «ἀνθρώπου» – μὲ τὴν πιὸ εὐρεία σημασία τοῦ ὅρου — εἶναι καὶ μιὰ αὐτοκαταστροφικὴ αὐταπάτη. Δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο πὼς ἡ Κεσμέτη δὲν χρησιμοποίησε τὸν συνώνυμο ἀρχαῖο ὅρο «κάτοπτρον», ἀλλὰ διάλεξε τὸν ἐπίσης ἀρχαῖο (Πίνδαρος, Πλούταρχος) ἀλλὰ κυρίως παύλειο ὅρο «ἔσοπτρον», ἕνα κάτοπτρο δηλαδὴ «στρογγυλοειδές» καὶ ἀπατηλὸ ὅπως ἡ σελήνη (Σούδα), ποὺ ἔλαβε ἐξέχουσα θέση στὴ θεολογία τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐξαιτίας ἀκριβῶς αὐτοῦ τοῦ ἐδαφίου ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Παύλου. ᾿Εξάλλου ἡ ἐτυμολογία τοῦ ὅρου «ἔσοπτρον» στὰ μάτια τῆς συγγραφέως ἦταν ἡ χειραγωγὸς στὴν ἐσωτερικὴ εἰκόνα (εἰς+ὀπτ) της, ὅπου εἶχε στυλωμένο ἐξαρχῆς τῆς συγγραφῆς τοῦ βιβλίου τὸ διεισδυτικὸ πνεῦμα της. ῍Αν λοιπὸν ἡ εἰκασία μου εὐσταθεῖ, τὸ «ἔσοπτρον» τοῦ Παύλου λειτουργεῖ ἐδῶ ὡς ἐπιθετικὸς προσδριορισμὸς τῆς ὀθόνης: ἐσοπτρικὴ ὀθόνη· διαισθητικὰ ὑπαρκτή, αὐθεντική, πλὴν ὅμως ἀπελπιστικὰ ἀπατηλή, στρεβλωτικὴ καὶ καταστροφικὴ ὀθόνη. Τὸ βιβλίο ἑπομένως τῆς Κυρίας Κεσμέτη εἶναι λογοτεχνικὴ ἐνσάρκωση αὐτοῦ τοῦ ἀντιφατικοῦ (καὶ κατανάγκην διπολικοῦ) τραγικοῦ ὄντος μέσα της, ποὺ ἡ αὐθεντικότητά του ἐκδηλώνεται καὶ γίνεται ἀντιληπτὴ ἀπὸ τὸ ἴδιο (ὂν μέσα της) ὡς ἐξαπατητικὴ λειτουργία καὶ κίβδηλο τελικὸ προϊόν· ἔτσι ὅ,τι ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ πνεῦμα της/«ἔσοπτρο» εἶναι «μιὰ Ἐκπνοὴ Τέλους», αὐτοκαταστροφικὲς καὶ αὐτοκαταστρεφόμενες δηλαδὴ αὐταπάτες, αὐτοαναιρούμενες καὶ αὐτοαναιρετικὲς εἰκόνες «μπροστὰ στά» διαρκῶς ἀπατημένα «μάτια» καὶ ἐν γνώσει τῆς συγγραφέως/ἐσόπτου/ὀθόνης (19-20)· μπροστὰ στὸ διαρκῶς προδομένο καὶ προδοτικὸ πνεῦμα της. Οἱ εἰκόνες λοιπὸν αὐτὲς δὲν εἶναι παρὰ μιὰ «ἀθέατη» γιὰ τοὺς ἀναγνῶστες, «ἰδιωτικὴ προβολή» (19)· προβολὴ «ἑνὸς ὑλικοῦ ποὺ δὲν ἔγινε <γιατὶ δὲν πρόλαβε ἐξαιτίας τῆς ἀέναης αὐτοδιαγραφῆς, αὐτοαναίρεσης ἢ αὐτοκαθαίρεσής του> ποίηση» (20), λογοτεχνικὸ δηλαδὴ «κατόρθωμα». Στὸ ἔσοπτρο/ὀθόνη τοῦ βιβλίου τῆς Κεσμέτη βρίθουν εἰκόνες/σκιὲς ἀπὸ τὸ «σύμ+παν» ἢ ἀλλιῶς ἀπὸ τὸν (διά-)«κόσμο» «κάθε της αὐταπάτης» (351, 352). Μὲ τὴ σύνταξη ἑπομένως τῶν δύο αὐτῶν ὅρων (ἔσοπτρο+ὀθόνη) ἡ εὐφυέστατη συγγραφέας ὑπαινίσσεται κάτι αὐθεντικὸ ἀλλὰ «θαμπό» ποὺ ἐμφανίζεται ὡς Μορφὴ Ζωῆς μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀλλοιώσει τὴ Φ(φ)ύση (τὸ φύσει ὑπάρχειν, τὸ παύλειο «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον») καὶ νὰ δημιουργήσει ἢ νὰ στήσει στὴ Θ(θ)έση της, στὴ θέση τοῦ «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον», μιὰ ἀνακριβέστατη εἰκόνα, ἕνα εἴδωλο, ἀφανίζοντας τὸ αἰνιγματικὸ πρωτότυπο/πρότυπο, ποὺ ἐξακολουθεῖ ὡστόσο νὰ αἰωρεῖται ἐν ἐπιγνώσει του ὡς Κάτι ἀόριστο, ἀπρόσιτο, ἀκατονόμαστο, ἄμορφο καὶ ἀπερίγραπτο. Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ «Κάτι» ἡ κοινὴ γλώσσα τὸ ἔχει ὀνομάσει «Πνεῦμα», «Ψυχή», «Νοῦ», «Φαντασία», «Μνήμη» (κλπ.) καὶ ἔκτοτε, ἀπὸ τὴ βάφτιση δηλαδὴ καὶ μετά, ἔχει πάψει νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἐκφραστικὴ ὀρθότητα τοῦ ὀνόματος καὶ μὲ τὴν ὑποβόσκουσα τραγικότητά του, ποὺ τόσο δεινὰ ἐπισωρεύει κάθε μέρα στὸν κουρασμένο πλανήτη μας, ἀρκούμενη στὴ σωτήρια καὶ ἀπολυτρωτική (=ἀποχαυνωτική) του χρησιμότητα. Τὸ πόνημα λοιπὸν τῆς Κεσμέτη εἶναι, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, μιὰ ἐξαιρετικὰ τολμηρὴ καὶ ριψοκίνδυνη, καὶ γι’ αὐτὸ βαθυστόχαστη, σπάνια καὶ μοναδικὴ σπουδὴ στὴν «ἀνυποστασία», στὴν ἀληθινὴ καὶ τραγικὴ Φύση τοῦ «῎Εσω ᾿Ανθρώπου» (ὀθόνης/ἔσοπτρου), πέρα ἀπὸ ὀνόματα, λέξεις καὶ ὅρους, πέρα ἀπὸ θεσμοὺς καὶ ἀξίες, πέρα ἀπὸ εἰδωλολατρικὲς ἐπιστημονικὲς θεωρίες, μὲ γνώμονα τὴ βαθύτατη ᾿Αλήθεια τῆς ρήσης τοῦ ᾿Απόστολου Παύλου (242, 267, 329, 329, 340).
4.
«Φανταστικὴ ἐσωτερικὴ ὀθόνη»
᾿Εμβαθύνοντας ἡ συγγραφέας στὴν ἐκθαμβωτικὴ καὶ θαμπωτικὴ λειτουργία αὐτοῦ τοῦ μυστηριώδους ἐσόπτρου/ὀθόνης, προσπαθεῖ νὰ δώσει ἀπὸ κεφάλαιο σὲ κεφάλαιο κάποιες ἰδιότητές του/της, μὲ τὴν συναίσθηση ὅμως πάντα τῆς ἐκφραστικῆς ἀποτυχίας — τοῦ ψευδίσματος. ᾿Απὸ ὅλα ὅμως τὰ ἔκτακτα λογοτεχνικὰ τραυλίσματα/φυλλορροήματά της προκύπτει, σὲ πεῖσμα τοῦ ψευδισμοῦ της, ἡ μεγάλη πανάρχαια ᾿Αλήθεια ὡς προεδεμικὴ ᾿Ιτιά: πὼς κύριο καὶ μυστηριῶδες ἰδίωμα τοῦ (κεσμέτειου) Πνεύματος εἶναι ἡ ναυαγοσωστικὴ αὐτοκαταστροφή του. Μιὰ καταστροφικὴ ἰδιότητα ποὺ εἶναι παράλληλα καὶ σωστικὴ αὐτῆς τῆς (αὐτο-)καταστροφῆς ὡς ἀκατάστρεπτης εἰκόνας (της, 351). ῞Οσο παράτολμη, παράλογη ἢ ἀντιφατικὴ κι ἂν ἀκούγεται αὐτὴ ἡ δεινὴ ἐμπειρία, δὲν παύει νὰ εἶναι ἡ μόνη καὶ μεγάλη ᾿Αλήθεια γιὰ τὴ ζωή, ἀκούω τὴ Νατάσα Κεσμέτη νὰ τὴν ἐπαναλαμβάνει μὲ διάφορους καὶ ἔξοχους τρόπους σὲ ὅλο τὸ βιβλίο της. «Πνεῦμα» ἢ «Ψυχή» εἶναι κάτι ποὺ μολονότι αὐτοκαταστρέφεται ἀσταμάτητα, δὲν ἀφανίζεται ὡστόσο, ἀλλὰ σώζεται πάντα ὡς φθαρτὴ καὶ πλαστὴ αὐτο-εἰκόνα Της· ἢ εἶναι Κάτι ποὺ μολονότι καταστρέφει ἔχει τὴ μυστηριώδη ἰδιότητα νὰ διασώζει τὴν αὐτοκαταστροφή του ὡς (ναυαγισμένη) εἰκόνα. Πάνω σὲ αὐτὴ τὴν «τρομερή» παράλογη καὶ ἀντιφατικὴ ἐμπειρία εἶναι θεμελιωμένη ἡ ἀρχιτεκτονικὴ αὐτοῦ τοῦ μοναδικοῦ βιβλίου τῆς συγγραφέως. ῾Η παρατήρησή μου πιστεύω θὰ ἐπαληθευτεῖ ὅταν θὰ μελετήσουμε πιὸ κάτω τὴ σοφὴ δομὴ τῆς IVA. Αὐτὴ ἡ μυστηριώδης «ἀόρατη», «ἀθέατη» καὶ ἀντιφατικὴ Φύση, αὐτὸ τὸ καταδυναστευτικὸ «ἀθέατο» (59, 180), «ἐσωτερικὸ φανταστικό» ἔσοπτρο/ὀθόνη/Πνεῦμα (250) ὑπαγορεύει σὰν κρυφὸς ὑποβολέας στὴ συγγραφέα πλῆθος ἀπὸ ὑπαινικτικὲς καὶ διφορούμενες φράσεις. Θαυμαστὰ λόγια ποὺ μολονότι ὑπονομεύουν τὴν ἀξία τους στὰ μάτια τῆς κακόγουστης καθημερινῆς ζωῆς/γλώσσας, ἐγκαινιάζουν ὡστόσο τὰ προέρτια πρὸς τιμὴν μιᾶς Σπουδαίας Λογοτεχνίας, ποὺ εἶναι ὅμως γραφτὸ νὰ μὴ γίνει ποτὲ μά ποτὲ ᾿Επίσημη Γιορτὴ τῆς οἰκουμένης. ῾Η Κλαίουσα IVA δὲ χωράει σὲ αὐτὸν τὸν εὔθυμο πάντα κόσμο, ποὺ ἀενάως πανηγυρίζει ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ κλαίει κάτω ἀπὸ τὰ κλαδιά της γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Κάϊν.
5.
«῾Ο εἰκονογραφημένος ἄνθρωπος»
Γύρω ἀπὸ αὐτὴν τὴν «Ἰτιά», ποὺ δὲν παύει νὰ παραμένει ὡς μορφὴ/εἰκόνα ἀκατάστρεπτη (365) περιστρέφεται «χορεύοντας» διαρκῶς καὶ ἡ λογοτεχνία τῆς Νατάσας Κεσμέτη. Δὲν εἶναι λοιπὸν καθόλου τυχαῖο τὸ ὀλοφάνερο γεγονὸς πὼς ἡ μυθιστορία της εἶναι ἕνα «ροζάριο εἰκόνων» (205), καμωμένο μὲ τὸν κυρίαρχο καὶ σχεδὸν πανταχοῦ παρόντα ὅρο/ρόλο/ χάντρα τῆς «Εἰκόνας» (70, 74-76, 79, 81, 97, 117, 133, 136, 151, 152, 170, 226, 237, 243, 246, 248, 265, 274, 276, 294, 329, 340, 351, 382), καθὼς καὶ ἀπὸ ἀκαταμέτρητες λογοτεχνικὲς εἰκόνες/περιγραφές, ἀπόπειρες διερευνητικὲς τῆς μυστηριώδους φύσης Της. Μελετώντας ὁ ἀναγνώστης αὐτὲς τὶς εἰκόνες, δὲν πρέπει νὰ ξεχνάει, πὼς «εἰκόνα», «λέξη», «ὄνομα», «μύθος», «ὄνειρο» εἶναι ὅροι συνώνυμοι, ἀντιμέτωποι πάντα μὲ τὰ «ἀντι-κείμενα» (76, 280-281), μὲ τὰ πράγματα. ῾Ο κεσμέτειος ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἔνσαρκος, ἀλλὰ «εἰκονογραφημένος» (151). ᾿Ακοῦστε τὸν ὀντολογικὸ σπαραγμό της: «῎Ετσι κι ἀλλιῶς ὅ,τι προσπαθῶ νὰ πῶ, προσπαθῶ νὰ φωνάξω, εἶναι πὼς α ὐ τ ὸ νιώθω νὰ εἶμαι: ἕνας εἰκονογραφημένος ἄνθρωπος! Κι ὅταν ὁ ἄγριος πόνος ἔρχεται καὶ μ᾿ ἁρπάζει ἀπ᾿ τὸ στῆθος, εἶναι γιατὶ ζωντανεύουν οἱ Εἰκόνες κι ἀρχίζουν νὰ κινοῦνται. Εἶμαι ἐγὼ ἢ οἱ εἰκόνες σου; Προσπαθῶ νὰ τὶς ξεκολλήσω, καὶ ξεσκίζομαι. ῞Ο,τι καὶ νὰ κάνω βρίσκομαι διαρκῶς μπερδεμένη ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὰ τὰ κινούμενα τατουὰζ ποὺ εἶναι βελονιασμένα στὴν ὕπαρξή μου. Πόσο πίσω ἀπὸ αὐτὲς τὶς μανιακὲς εἰκόνες, ποὺ βακχεύουν ἐπάνω μου καὶ μὲ ρουφᾶνε, ὑ π ά ρ χ ω ἐγώ;» (152). ῞Ολα τὰ πρόσωπα λοιπὸν στὸ βιβλίο τῆς συγγραφέως εἶναι ἀλλοιωμένα, μεταλλαγμένα (163) σὲ ἄυλες φιγοῦρες· εἶναι προσωπογραφίες σὲ κάδρα μὲ μιὰ καὶ μόνο ἰδιότητα, τὴν «ἐκμυθευτικὴ ἐξιστόρηση» (181): νὰ μεταποιοῦν δηλαδὴ ὅ,τι ἡ κοινὴ γλώσσα θεωρεῖ ὡς δῆθεν αὐθεντικὸ γεγονὸς σὲ ἐξιστόρηση καὶ μύθευμα. ῾Η εἰκονοποιητικὴ τέχνη τῆς Νατάσας Κεσμέτη εἶναι ἕνα ἀπατηλὸ ἥμισυ ἀποσπασμένο ἀπὸ ἕνα ἄλεκτο καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀκατόρθωτο «ὁλοκάρπωμα». ῾Η λογοτεχνία της εἶναι ὅ,τι ἀπομένει ἀπὸ Κάτι Σβησμένο, τὸ εὐλογημένο «σπασμένο» τοῦ Πατίλη, τὸ «ἑτοιμόρροπο» σπίτι, ἡ καταρρέουσα στέγη τοῦ φθινοπωρινοῦ Νοέμβρη τῆς μαρκαντωνάτειας χάρης, τὸ ἀπατηλὸ «ὅλο κι ὅλο» ὕστερα ἀπὸ μιὰ μεγάλη φωτιά· εἶναι ὅ,τι ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ ψευτο-ὑπάρχει. Δὲν εἶναι ἑπομένως καθόλου τυχαῖο πὼς ἡ IVA/Εὔα βρίθει ἀπὸ καθρέφτες καὶ κάτοπτρα, ἀπὸ πὸρτ μαντό, κάδρα, κορνίζες, φωτογραφίες, ἀποτυπώματα, ζωγραφιὲς καὶ γλυπτά, ἀπὸ θρυλικὲς ταινίες τοῦ σινεμᾶ, ὅπου εἰκονίζονται/ἐξιστοροῦνται μὲ ἄτακτο ἀλλὰ καὶ ἥσυχο «κινηματογραφικό» τρόπο (178) σβησμένες (198) ὅλες οἱ (κατα-)φάσεις τῆς Ζωῆς, ἡ εὐτυχία, ἡ δυστυχία, τὸ καλό, τὸ κακό, τὸ ἔγκλημα, ἡ ἁμαρτία, ἡ ἁγιότητα, ὁ φόβος, ὁ ἔρωτας, ἡ ἀγάπη καὶ τὸ μίσος, τὰ πάντα τῶν πάντων, μὲ μιὰ παραμυθικὴ καὶ παραμυθητικὴ διαρκῶς ὁμιλία (162-163)· ποὺ μολονότι ἀκούγεται νὰ μὴν ὀλισθαίνει ἀπὸ τὴν παρήγορη λογικὴ τῆς γραμματικῆς (276), σὲ κάθε ἄκρη της ὡστόσο εἶναι κρυμμένο ἕνα κρυφὸ καὶ ἄγριο ξεστράτισμα, ἕνα βαθὺ ράγισμα τοῦ μυαλοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς ποὺ σβήνει διαρκῶς στὴ λίμνη τῶν δακρύων μιᾶς ἀπαρηγόρητης Κλαίουσας. Γιατὶ μόνο μὲ αὐτὴ τὴν ἐλεητικὴ «σβυόμενη» διαρκῶς, ἀλλὰ καὶ ποτὲ ἀφανιζόμενη, αὐταπάτη ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς στὸ πεπτωκὸς Πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου νὰ περιοδεύει στὶς δῆθεν ἐκστατικὲς ὀμορφιὲς τῆς ζωῆς καὶ τῆς γῆς: «Εἶχα τὴν ἐπίγνωση μιᾶς ἀπόλυτης μεταβατικότητας, καὶ ματαιότητας. Μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν κίνηση <περιοδεία>, θὰ κάναμε ὅ,τι εἴχανε κάνει καὶ οἱ δικοί μας πρὶν ἀπὸ μᾶς: θὰ ἐρωτευόμασταν παράφορα ἴσως, θὰ γεννούσαμε παιδιά, θὰ γερνούσαμε, θὰ ἀρρωσταίναμε, θὰ χανόμασταν, ἀλλὰ σὰν ὅ λ α μ α ς ν ὰ τ ῆ ς ἀ ν ῆ κ α ν <σὰ νὰ ἀνῆκαν σὲ αὐτὴν τὴ μάταιη κίνηση/μεταβατικότητα, σὲ αὐτὴν τὴν τουριστικὴ περιοδεία>, θὰ βρισκόμασταν στὸ ἔλεος αὐτῆς τῆς ᾿Εκπνοῆς. Δὲν μποροῦσα νὰ πῶ ποιά ἢ τί εἴδους ᾿Ε κ π ν ο ὴ Τ έ λ ο υ ς. ῎Ηξερα ὅμως πὼς ἦταν τραγικὸ καὶ πώς, παρ᾿ ὅλη τὴν τραγικότητα, τὸ φῶς ἦταν ἐκστατικό. Μᾶς κυρίευε, μᾶς κατατρόπωνε, μᾶς καταπόντιζε μέσα στὰ ἐκθαμβωτικὰ κύματά του, καὶ κυρίως μᾶς ἀποτύπωνε <μᾶς ἔσωζε> σὲ μιὰν ᾿Οθόνη ποὺ ἔνιωθα πὼς ὑπῆρχε ἀλλὰ δὲν μποροῦσα <ὡς εἴδωλο> νὰ τὴν ἐντοπίσω» (59).
6.
«῾Ο θησαυρὸς στὸ ράγισμα»
Στὸ δεύτερο κεφάλαιο τοῦ Δεύτερου Κύκλου («Στὰ Βράχια») ἡ Κεσμέτη ἔχει καταχωρίσει μιὰ θαυμάσια εἰκόνα ποὺ περιγράφει πῶς τὰ «συμβάντα» ἀλλάζουν καὶ γίνονται μακρινὰ γεγονότα καὶ πῶς μετὰ ἀλλάζουν σιγὰ-σιγὰ σὲ παραμύθια, σὲ λέξεις ποὺ ἐξιστοροῦν κάτι θρυλικὸ καὶ ἀνύπαρκτο (163). Στὴ σχετικὴ παράγραφο γιὰ νὰ ζωντανέψει αὐτὴ τὴν ᾿Αλλαγὴ παρομοιάζει μὲ ἐξαίρετο τρόπο τὸ παραμύθι μὲ σπόρους πού, ὅπως ἐκεῖνοι εἰσχωροῦν «στὶς ραγισματιὲς τῶν βράχων», ἔτσι κι αὐτὸ διεισδύει στὰ «ραγίσματα»/«συμβάντα», καὶ μετὰ ἀπὸ καιρὸ «κρεμάει, ὅπως οἱ ἀγριοκάππαρες τὰ φουντωμένα βλαστάρια τους, ἁλατισμένες μικροπαραλλαγὲς ἀπὸ μύθους ποὺ νοστιμίζουν τὰ σκληρὰ πετρώματα στὶς σύντομες ζωές μας». ῍Αν ξεχώρισα αὐτὴν παράγραφο εἶναι (α) γιατὶ ἡ συγγραφέας τολμάει μὲ θαυμάσιο εὐφάνταστο καὶ τρυφερὸ λόγο νὰ ἀντιτάξει μιὰ στυγνὴ καὶ ἀπάνθρωπη ᾿Αλήθεια ἀνατρέποντας σωροὺς ἀπὸ ἀνοησίες διάσημων στοχαστῶν ποὺ δὲν μπόρεσαν ἢ δὲν μποροῦν νὰ παραμερίσουν τὰ ἀντικείμενα (76, 280-281) καὶ νὰ διακρίνουν τὸ παραμύθι τους καὶ (β) γιατὶ μοῦ θύμισε ἕναν ἄλλο μέγιστο ἀμερικανὸ συγγραφέα ὀνόματι Ναθαναὴλ Χόθορν ποὺ τόλμησε κι αὐτὸς νὰ ἀντιτάξει τὴν ἴδια ἀκριβῶς ᾿Αλήθεια μὲ τὸν ἐξίσου νηφάλιο καὶ θαυμάσιο εὐφάνταστο λόγο του καὶ (γ) ἰδιαίτερα ἕνα σπουδαῖο βιβλίο του μὲ ἐξωπραγματικὲς ἱστορίες, ὅπου περιγράφει μὲ συγγενικὸ τρόπο τὸ Παλιὸ Πρεσβυτέριο καὶ τὰ παρασιτικὰ Βρύα του. ῾Η Νατάσα Κεσμέτη ἀνήκει στὴ χορεία τῶν ὀλίγων ἀλλὰ σπουδαίων συγγραφέων, ποὺ ἡ πατρίδα τους δὲν χωράει σὲ ὁρισμένες γεωγραφικὲς συντεταγμένες (405), ἀλλὰ ἐκτείνεται ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη τοῦ Σύμπαντος στὴν ἄλλη, ἂν ὑποθέσουμε πὼς τὸ ῎Απειρο ἔχει ἄκρες καὶ σύνορα.
7.
«᾿Εξαίσιες Φωνὲς ἑνὸς ᾿Εξαίσιου ᾿Ατελείωτου Θιάσου»
Ὅλα λοιπὸν στὴν IVA νὰ κρέμονται κυριολεκτικὰ ἀπὸ μιὰ λεπτομερειακή, ἀκροβατικὴ γλώσσα ποὺ διαρκῶς «φωνάζει» (152), γιατὶ ἀνάσα της εἶναι ἡ «φωνή» (φωνά-) ποὺ μ᾿ αὐτὴν «ζεῖ» (-ζει). ῾Η συγγραφέας ὑπερτονίζει τὴν Φωνητική της (227, 92) μὲ λίστες ἀπὸ φωνὲς (= φθόγγους) ὀνομάτων θρυλικῶν ἠθοποιῶν τοῦ θεάτρου, τοῦ σινεμᾶ (226-227, 292-293), τῶν εἰκαστικῶν τεχνῶν καὶ τοῦ γραπτοῦ λόγου (227, 281-283, 268), ποὺ ἡ ἀκουστική τους ἄφησε ἐποχή. Κορυφαία εἰκόνα ἀνάμεσα σὲ αὐτὲς τὶς παραδειγματικὲς λίστες εἶναι ἐκείνη τῆς σελίδας 226 τοῦ κεφαλαίου «Σὲ θέλω Δωρικιά». ῞Ο,τι ἡ ἀφηγήτρια καὶ (ἀρχι-)μουσικὸς Νατάσα Κεσμέτη, — γιατὶ «καὶ οἱ μουσικοὶ <εἶναι φθογγο-τέχνες ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ λογο-τέχνες ποὺ ἀμφότεροι ἐκφράζονται μὲ φθόγγους καὶ ἄρα> ἀφηγοῦνται» (268), — θεωρεῖ ὡς ὑπαρκτὰ πρόσωπα καὶ ὡς πραγματικὴ ἱστορία τοῦ κόσμου δὲν εἶναι παρὰ μονάχα «᾿Εξαίσιες Φωνὲς ἑνὸς ᾿Εξαίσιου ᾿Ατελείωτου Θιάσου» (226). Δὲν θὰ ἀντιγράψω ἐδῶ τὴ σχετικὴ περικοπή, γιατὶ τὸ δοκίμιο αὐτὸ ἔχει ἀρχίσει, θαρρῶ, νὰ παραμακραίνει. ῾Ο ἀναγνώστης πολὺ εὔκολα μπορεῖ νὰ τὴν ἐντοπίσει καὶ διαβάζοντας νὰ διακρίνει τὴ εὐρεία γκάμα τῶν φθογγικῶν μετασχηματισμῶν αὐτῆς τῆς Φωνῆς στὸ στόμα μεγάλων ἑλλήνων ἠθοποιῶν τοῦ Θεάτρου ποὺ μὲ τὸν ᾿Αέρα της ἔχουν ἐνσαρκώσει ἕνα πλῆθος ἀπὸ φωνητικὲς «πόζες» (247)· ἕναν «ἀτελείωτο» (= χωρὶς σκοπό, χωρὶς νόημα ἢ τέρμα) Θίασο Φωνῶν στὶς σελίδες, — στὸ σανίδι, στὴ σκηνή, στὸ πανὶ (268) τοῦ θεατρικοῦ βιβλίου της — μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ σβήσουν καὶ νὰ περισωθοῦν ξανὰ στὴν «ὀθόνη τῆς μνήμης» (180) ὡς ᾿Εξαίσιες Φωνὲς ἑνὸς θεατρικοῦ ἔργου, ἑνὸς ἀκατάλυτου ᾿Εξαίσιου Μύθου, ὅπου κάθε ὄνομα/φωνὴ εἶναι ἕνας ἐξαίσιος φωνητικὸς θεατρικὸς «ρόλος» (223), ἡ «πόζα» ἑνὸς Θρύλου. Μιὰ ἄλλη παραπλήσια διφορούμενη μικρὴ φράση τῆς Κυρίας Κεσμέτη εἶναι ἡ ἀπάντηση τῆς θαμπῆς ἀφηγήτριας (καὶ «θαμπῆς» «νοσταλγοῦ» ἐπίσης) πρὸς τὴν ὁμήγυρη τῶν «ἀγνώστων» ποὺ ἔχουν συρρεύσει στὸ σπίτι τῆς Κυρίας Κυριακῆς Βοΐσκου. «Ποιά εἶστε; ρωτάει ἡ ᾿Ερνεστίνα εὐγενικά. Δὲ νομίζω πὼς σᾶς ἔχουμε ξαναδεῖ». «Δὲν ξέρω πῶς θὰ τὸ πάρετε <= πῶς θὰ ἐξηγήσετε ὅ,τι θὰ πῶ ὡς ἀπάντηση στὸ ἐρώτημά σας>, εἶπε τότε ἡ θαμπὴ γυναίκα. Εἶμαι ἡ ἀφηγήτριά σας» (148). Προσέξτε καὶ τὴν ἐρώτηση καὶ τὴν ἀπάντηση. Στὴν ἁπλὴ ἐρώτηση κρύβεται μιὰ ἀμηχανία τῆς κοινῆς γλώσσας μπροστὰ σὲ ἕνα νεόφερτο, ἄγνωστο καὶ δυσανάγνωστο ὕφος, ποὺ ἐμφανίζεται θαμπό, χωρὶς γνώριμα, εὐδιάκριτα χαρακτηριστικά. Αὐτὸ τὸ θαμπὸ ῞Υφος, ποὺ «ἦταν καὶ δὲν ἦταν» (58) «ὕφος» (Πρβλ. ἐπίσης 261), μολονότι ἔχει πλήρη συνείδηση τῆς ὑπαρξιακῆς του ἀμφιβολίας, ξέρει ἐπίσης πὼς ἐξαρτᾶται ἀπόλυτα ἀπὸ ἕναν ὁρισμὸ τῆς κοινῆς γλώσσας. ῾Η μελετημένη ἀπάντηση «εἶμαι ἡ ἀφηγήτριά σας» στὴ λογικὴ/γραμματικὴ τῆς κοινῆς γλώσσας ἀκούεται διφορούμενη: (α) Εἶμαι αὐτὴ ποὺ ἀφηγεῖται ὅ,τι ὅλοι ἐσεῖς ἀφηγεῖστε. (β) Εἶμαι αὐτὴ ποὺ σᾶς περιέχει ὡς ὀνόματα, λέξεις καὶ ἱστορίες, καὶ ἀφηγεῖται τὴ μυθιστορία σας/τους. ῾Η ταύτιση τῆς συγγραφέως μὲ τὸ ἀφηγηματικὸ ὑπηρετικὸ προσωπικό της εἶναι φανερή. Τὸ βιβλίο εἶναι ὄντως γεμάτο ἀπὸ ὀνόματα/φιγοῦρες (59), ποὺ ἀφηγοῦνται ἀσταμάτητα τὸ μύθο τοῦ «ἐγώ» (97-98). Εἶναι λοιπὸν μιὰ αὐτοβιογραφία τοῦ θαμποῦ Πνεύματος τῆς συγγραφέως, ποὺ μισο-ὑπάρχει μόνο μέσῳ τοῦ λεξιλογίου/τραυλίσματος τῆς γλώσσας αὐτῶν τῶν φανταστικῶν φιγούρων: «Κι ἐπειδὴ εἶχα μεγάλη ἀνάγκη γιὰ μιὰ δική μου γλώσσα, πολὺ γρήγορα στράφηκα στή δική μας, τῶν ἤχων» (117, 181)· «ἡ γλώσσα ποὺ ψάχνουμε κι ἡ γλώσσα ποὺ χάνουμε εἶναι ἡ γλώσσα ποὺ δημιουργοῦμε καὶ ἡ γλώσσα ποὺ μᾶς δημιουργεῖ, γιὰ νὰ μὴν πῶ μᾶς περιέχει» (349). Δὲν μπορῶ ἐδῶ νὰ μὴν ἀναφωνήσω μὲ ἀσυγκράτητο θαυμασμὸ πὼς φράσεις σὰν αὐτὲς τὶς δύο, τόσο περιεκτικὲς Σοφίας καὶ ᾿Αλήθειας καὶ τόσο εὔστοχα διατυπωμένες, δὲν ἔχω διαβάσει σὲ κανένα πόνημα ἑλληνικῆς ἢ ἄλλης λογοτεχνίας. Μόνον ἕνας σπουδαῖος συγγραφέας θὰ μποροῦσε νὰ ἀνυψώσει τὴν κοινὴ γλώσσα σὲ παρόμοιες ἀκρότητες. Δὲν μπορῶ νὰ μὴν ξαναδιαβάσω καὶ τὶς δύο αὐτὲς περικοπές, προσθέτοντας μέσα σὲ γωνιώδεις ἀγκύλες λίγα σύντομα σχόλια μου, γιὰ νὰ φανεῖ σὲ τί ἀπάτητες περιοχὲς ὁδηγεῖ ὁ βαθὺς Στοχασμὸς καὶ ἡ ἀσύγκριτη Λογοτεχνία τῆς Κυρίας Κεσμέτη. (α) ῾Η Μαργαρίτα μιλώντας στὸν ἁρπίστα γιὰ μιὰ μαυρόασπρη φωτογραφία ἑνὸς μικροῦ ἀγοριοῦ ποὺ αὐτοκτόνησε, εἰκόνα ποὺ τὴν συντόφευσε σὲ ὅλη τὴν παιδική της ἡλικία, λέει: «Μὲ κοίταζε ἀμίλητο, βέβαια, <ἀπὸ τὸ κάντρο του>, ἀλλὰ ποιὰ εἰκόνα μιλάει; Τώρα ποὺ τὸ ἀναλογίζομαι, θαρρῶ πὼς αὐτὴ ἡ <ἀμίλητη> εἰκόνα μὲ μύησε στὴ σιωπή <της. Ποὺ ἦταν> ῎Οχι μιὰ καλὴ ἀλλὰ <μιὰ> ἀπειλητικὴ σιωπή. <«Γιατὶ ἡ σιωπὴ δὲν εἶναι βουβαμάρα» (117)· εἶναι μιὰ γλώσσα μὲ κομμένη γλώσσα>. ᾿Εννοῶ πὼς <αὐτὸ> μὲ τρόμαξε. Κι ἐπειδὴ εἶχα μεγάλη ἀνάγκη γιὰ μιὰ δική μου γλώσσα, πολὺ γρήγορα στράφηκα στὴ δική μας <τὴν κοινὴ γλώσσα, στὴ γλώσσα> τῶν <χωρὶς νόημα, ἀκίνδυνων συνεπῶς> ἤχων <τῶν ἁπλῶν φθόγγων>» (117, 181). (β) ῾Η δεύτερη φράση εἶναι μιὰ ἐπιβεβαίωση/ἀλήθεια ἀπὸ τὸ στόμα τῆς ᾿Αργῶς/Γιόλας, σοφὰ διατυπωμένη ὡς ἀπάντηση σὲ μιὰ παρατήρηση/ἐρώτηση τοῦ Τηλέμαχου (349). ῞Οταν ὁ δεύτερος λέει: «Κι ὅμως φοβᾶμαι πὼς καταφεύγουμε σὲ κάθε εἴδους ἐμμεσότητες, ὅπως ἄλλοτε στὴν ἀλληλογραφία καὶ τὰ ραβασάκια <στὴ διαμεσολάβηση τῆς γλώσσας>. Δὲν μποροῦμε νὰ μιλήσουμε ὅπως στὰ μυθιστορήματα καὶ τὶς ταινίες <κυριολεκτώντας>. Εἶναι γιατὶ δυσκολευόμαστε νὰ μιλήσουμε ἁπλὰ ἢ γιατὶ τέτοια ἀμεσότητα, ἁπλά, δὲν ὑπάρχει;», ἡ ἀπάντηση τῆς ᾿Αργῶς εἶναι: «Δὲν πειράζει, Μάχο. Τί πειράζει; <Τέτοια ἀμεσότητα δὲν ὑπάρχει. Δὲν ὑπάρχει ἡ ἀκριβολογία. Γιατὶ>. ῾Η <ἀκατόρθωτη> γλώσσα ποὺ ψάχνουμε <γιὰ νὰ ἀκριβολογήσουμε γιὰ ὅ,τι ἀνείπωτο σαλεύει μέσα μας> κι ἡ <κοινὴ> γλώσσα ποὺ χάνουμε <γυρεύοντας τὴν ἀληθινὴ ἀκριβολογία> εἶναι <ταυτόχρονα> ἡ γλώσσα ποὺ δημιουργοῦμε <μιὰ ἄλλη φλυαρία, μιὰ ἐπίσης ἀνούσια γλώσσα> καὶ ἡ γλώσσα ποὺ μᾶς δημιουργεῖ <ὡς δικά της ἀνούσια ὄντα/ὀνόματα>, γιὰ νὰ μὴν πῶ μᾶς περιέχει <ἀφοῦ τὰ κύτταρά μας εἶναι ἐννοιολεκτικά» (349. Πρβλ. καὶ 125).
~.~
[ Συνέχεια στὸ Δεύτερο Μέρος ]
~.~
Τὰ ἔργα τῆς εἰκονογράφησης εἶναι τοῦ Ἀ. Κ. Χριστοδούλου καὶ ἔχουν φιλοτεχνηθεῖ εὶδικὰ γιὰ τὴν παροῦσα πρώτη δημοσίευση τοῦ δοκιμίου.