τῆς ΣΕΣΙΛ ΙΓΓΛΕΣΗ ΜΑΡΓΕΛΛΟΥ
«Ναί, τώρα τελευταῖα, καλῶ εὐκρινέστερα τὸν Θεὸ ἢ καὶ τὸν οὐρανό, νὰ ζήσουν λίγο μαζί μας ἐδῶ, στὴ Γῆ. Κι ὅποιος ὑπάρξει, μετὰ ἀπ’ αὐτὴ τὴ σύντομη ἐξακρίβωση…», εἶχε πεῖ ἡ Κικὴ Δημουλᾶ, μὲ ἀφορμὴ τὰ Εὕρετρα, στὴν Ὄλγα Σελλᾶ.
«Κι ὅποιος ὑπάρξει»; Τρυπώνει, ὡς ἀναμενόταν, ὁ σκώληξ τῆς ἀμφιβολίας. Ἀλλά, ἡ ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ συνωνυμεῖ συχνὰ-πυκνὰ μὲ τὴν πρόκληση καί, φυσικά, δὲν νοεῖται πίστη ἄνευ δυσπιστίας. Ἀπὸ τὶς σπαρακτικότερες ἀνθρώπινες στιγμὲς τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἡ κραυγὴ μεταφυσικῆς ἀμφισβήτησης τοῦ Ἐσταυρωμένου: «Ἠλὶ ἠλὶ, λιμᾶ σαβαχθανί;» «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ., 27,46).
Καί, βέβαια, εἶναι χρήσιμη ἡ δυσπιστία, καὶ μάλιστα ἡ ἀπιστία, ἡ μὴ πίστη, λέει ἡ Δημουλᾶ, γιατί νοηματοδοτεῖ τὴν ὕπαρξη, ὄχι μόνο τὴ δική της ἢ τὴ δική μας, ἀλλὰ καὶ τὴν ὕπαρξη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ: «οὔτε ὁ Θεὸς πιστεύει σὲ μᾶς // ἀλλὰ ὅσα τοῦ δίνει ἡ ὕπαρξή μας / τὰ προσθέτει στὸ νόημά του» («Ἡ χρησιμότητα τῆς δυσπιστίας»).
Κατ’ ἀντιστοιχία, ὅμως, δὲν νοεῖται δυσπιστία χωρὶς ἔστω ἕνα ἵζημα πίστης. Καὶ εἶναι προφανὲς ὅτι τὰ Εὕρετρα θεοκρατοῦνται – ἀπεγνωσμένα, ἐκμυστηρευτικά, εἰρωνικά, προκλητικά, σκανδαλιστικά, σχετλιαστικά, βέβηλα ἴσως, πάντως θεοκρατοῦνται. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ κύριος συνομιλητής τους: στὸ ποίημα «Εὐλόγησον τὴν παρουσία σου»: «Δὸς ἠμῖν σήμερον τὸν ἄρτον τὸν ἐπιούσιον. // Κύριε συγχώρεσέ μας, ἀλλάξαμε γνώμη // ὄχι σήμερον / καλύτερα δὸς ἠμῖν αὔριο…»· στὸ ποίημα «Στοργικὴ ἀμέλεια»: «Σὲ ὑπάκουσα, Κύριε / κι ὅσα δὲ μοῦ ἐπέτρεψες / νὰ πῶ δὲν τὰ εἶπα»· στὸ ποίημα «Γενέθλια»: «Ἡ μέρα ποὺ γεννήθηκες / ἀναπαρίσταται, Θεάνθρωπέ μου».
Δὲν εἶναι μόνον ὁ χριστιανικός, καὶ δὴ ὁ ὀρθόδοξος, Θεὸς πανταχοῦ παρὼν στὰ Εὕρετρα –ὁ ἴδιος ἢ ἡ κατεξοχὴν μετωνυμία του, ὁ οὐρανός, ἢ καὶ τὸ λεξιλόγιο ποὺ σηματοδοτεῖ τὴν «ὕπερθεν θρησκεία» μας – ὅπως «μυστήριο», «ἀσπασμός», «θαῦμα», «εὐλογία», «παρουσία», «ἀνάληψη», «Λάζαρος», «Ἰούδας», «προσευχή», «προσκύνημα», «ψαλμός», «χολὴ καὶ ὄξος», «σταυρός», ἀλλὰ καὶ οἱ οἰκεῖες μας προ-χριστιανικὲς θεότητες, σὲ διάφορες ὑποστασιοποιήσεις τους.
Σημειωτέον ὅτι ἡ συλλογὴ ἀρχίζει μὲ ἕνα ἐπίγραμμα-ἀποστροφὴ στὴ θεὰ Ἀνάγκη, εἰσάγοντας μιὰ ἀνατρεπτικὴ θεογονία ἢ καλύτερα θανατογονία:
Ὥστε λοιπὸν ἡ Ἀνάγκη δὲν γέννησε τὸν Αἰθέρα, τὸ Χάος καὶ τὸ Ἔρεβος, ὅπως στοὺς Ὀρφικούς, οὔτε τὸν Ἔρωτα, ἀλλὰ τὸ «συνεχὲς τοῦ κόσμου». Ὅπου αὐτὸ τὸ συνεχὲς σηματοδοτεῖ μιὰ ἰδιότυπη αἰωνιότητα, τὴ μονιμότητα ἑνὸς ἀνικανοποίητου αἰτήματος καὶ ἑνὸς ἀπαραμείωτου στερητικοῦ συνδρόμου («τὸ δώσ’ μου, τὸ δὲν ἔχω του») καὶ ὁ κόσμος τὴν ἔνταση, τὴν ἔλλειψη, τὴν ἀποστέρηση – κάθε ἄλλο παρὰ τὴν εὐταξία, τὸ κάλλος καὶ τὴν ἁρμονία. Τὸν δὲ Ἔρωτα τὸν ἔπλασε ὁ θάνατος, «ἀπὸ ἄγρια περιέργεια», λέει ἡ ποιήτρια, «νὰ ἐννοήσει / τί εἶναι ζωή». Πράγμα ποὺ συνεπάγεται ὅτι, ἂν ἡ βιολογικὴ συνέχιση τῆς ὕπαρξης εἶναι προϊὸν τῆς ἀνάγκης, τὸ ἀληθινὸ νόημά της, ποὺ εἶναι ὁ ἔρως, δὲν τὸ προσδίδει ὁ πόθος τῆς ἀθανασίας, ὅπως ἰσχυριζόταν ἡ πλατωνικὴ Διοτίμα, ἀλλὰ ὁ θάνατος. Ἄρα, καὶ ὑπ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ὁ θανατογενὴς ἔρως εἶναι τὸ πέρας τῆς ζωῆς. Καὶ ἐμεῖς, ὑπενθυμίζει ἀλλοῦ ἡ Δημουλᾶ, «τυφλὰ πιστεύουμε στὴν ἄσβεστη / ἐπιτάφια φλόγα του».
Ἔρως καὶ θάνατος, ἔρως καὶ Σταύρωση ταυτίζονται, ἄλλωστε, στὴν τολμηρὴ ἀπεύθυνσή της στὸν Θεάνθρωπο: «πόσο νέος ἦταν τότε τί ὡραῖος / ὁ σταυρός σου // τί πειθαρχημένα ἐρωτικὸς / πόσο ἀπαγορευμένα ἀγαπώμενος» («Γενέθλια»).
Εἶναι λοιπὸν μεταφυσικὴ ἡ ποίηση τῆς Δημουλᾶ; Ναί, ἂν δεχτοῦμε ὅτι ἡ πρόθεση μετὰ ὑποδεικνύει πὼς τὸ φυσικὸ προηγεῖται καὶ ὑπερέχει ἱεραρχικά τοῦ μεταφυσικοῦ. Στὴν ἀναζήτησή της, πάντως, τοῦ ποιητικοῦ ρόδου, τοῦ «ἀποντος ἀπὸ κάθε μπουκέτο», ὅπως λέει ὁ Μαλλαρμέ, ἡ Δημουλᾶ –ἀντίθετα ἀπὸ τὸν Μαλλαρμὲ– ἀποδεικνύεται σαφῶς ἀντι-πλατωνίστρια καὶ ἀκραιφνῶς ἀντι-ιδεαλίστρια: δὲν εἶναι τὰ πράγματα ποὺ κρύβουν τὶς Ἰδέες, ἀλλὰ τὸ ἀντίστροφο, οἱ Ἰδέες ποὺ κρύβουν τὰ πράγματα, τὴν παντοδυναμία τῶν ὁποίων πραγμάτων ἔχει, ἄλλωστε, κατηγορηματικὰ ἀναγνωρίσει. Ἡ Δημουλᾶ, ποὺ κατὰ ἕναν μυστηριώδη τρόπο τυγχάνει πιὸ χαϊντεγγεριανὴ ἀπ’ ὅσο νομίζει ἢ καὶ ἀπ’ ὅσο γνωρίζει, ἐν-τῷ-κόσμῳ-εἶναι, ὅπως τὸ Dasein τοῦ Χάιντεγγερ.
Ἔνδειξη αὐτοῦ εἶναι, πιστεύω, ὁ ἰδιόρρυθμος χειρισμός της τῆς μεταφορᾶς, ποὺ ἀκολουθεῖ μιὰ ἀμφίδρομη πορεία κυριολεκτοποίησης τοῦ μεταφορικοῦ καὶ ἐν συνεχείᾳ ἀναμεταφοροποίησης τοῦ κυριολεκτικοῦ. Παράδειγμα, τὸ δραστικὰ σύντομο ποίημά της «Ἐπαναπατρισμός»:
Γιατί τὰ βάζω μὲ τὸ χῶμα
γιατί τὸ μάχομαι, τὸ ποδοπατῶ;
πατρίδα του εἴμαστε
νὰ μὴν γυρίσει σὲ μᾶς κάποτε;
«Τὰ βάζει» μὲ τὸ χῶμα, τὸ «μάχεται», ἐκμυστηρεύεται ἡ ποιήτρια, ἴσως γιατὶ ἀνακαλεῖ ἐκεῖνο τὸ δυσβάσταχτο «Χοῦς εἶ, καὶ εἰς χοῦν ἀπελεύσει» τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας. Ἔρχεται ὅμως τὸ «ποδοπατῶ» καὶ προσγειώνει (ἂν μπορῶ νὰ πῶ) αἰφνίδια τὴ μεταφορὰ στὴν ἀπόλυτη κυριολεξία. Τὸ χῶμα τὸ ποδοπατᾶμε, ἢ τουλάχιστον τὸ πατᾶμε, ἔτσι κι ἀλλιῶς, θέλοντας καὶ μή, εἶναι ἕνα δεδομένο – ἡ συνθήκη ὅλων τῶν χερσαῖων ζώων.
Πάνω σ’ αὐτὴ τὴν κυριολεξία, θὰ «πατήσει» σχεδὸν συνειρμικὰ μιὰ νέα παράδοξη μεταφορά, ποὺ ἐνισχύεται ἀπὸ ἕνα ρητορικὸ ἐρώτημα: «πατρίδα του εἴμαστε / νὰ μὴν γυρίσει σὲ μᾶς κάποτε;» Σύμφωνα μὲ τὴ Γένεση, «ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς» – αὐτὴ εἶναι ἡ γνωστὴ θεολογικὴ ἀλληγοροποίηση τῆς δημιουργίας. Ὅμως, ἡ εἰκόνα αὐτὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὑπερεκτεθειμένη ἐπὶ αἰῶνες στὰ φωτόνια τῆς ἑρμηνευτικῆς, ἔχει «πάρει φῶς», ἔχει «καεῖ». Ἡ Δημουλᾶ ἐνίσταται, μετατοπίζει τὸν φακό, ἐπιλέγει μιὰ λοξὴ ὀπτικὴ γωνία καὶ ξαναφωτογραφίζει, ἀποκαλύπτοντας μιὰν ἄλλη εἰκόνα ἢ τὸ ἀρνητικὸ ἐκείνης τῆς προηγούμενης, τῆς προαιώνιας. Τὸ κάνει ἐπινοώντας μιὰ νέα μεταφορά, μιὰ ζῶσα μεταφορά, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Πωλ Ρικαίρ, ποὺ ἀναβλύζει ἀπευθείας ἀπὸ τὰ νάματα τοῦ φυσικοῦ: εἴμαστε ἐμεῖς, λέει, ἡ πατρίδα τοῦ χώματος. Εἶναι ἑπόμενο νὰ μᾶς νοσταλγεῖ, γιατὶ τυγχάνουμε ἡ προέλευση καὶ ὁ προορισμός του ἀφοῦ, πεθαίνοντας, παράγουμε χῶμα. Ἡ ὕπαρξή μας, μὲ ἄλλα λόγια, ὀφείλεται στὸν βίαιο ἐξορισμὸ τοῦ ἄψυχου ἀπὸ τὸν τόπο του εἰς ὄφελος τοῦ ἔμψυχου καὶ ὁ θάνατός μας, στὸν ἐπαναπατρισμό του, στὸν νόστο του. Τὸ ἄψυχο διεκδικεῖ καὶ ἐπανακτᾶ τὴν ἐπικράτειά του.
Ἡ πεποιημένη ἀφέλεια καὶ ἡ δωρικὴ λιτότητα τῶν τεσσάρων αὐτῶν στίχων κρύβουν, ἀλλὰ καὶ ἀποκαλύπτουν, τὸ δημιουργικὸ σφρίγος τοῦ ἀληθινοῦ ποιητῆ. Ποὺ δὲν ἀρκεῖται στὸ νὰ ἀποτυπώσει τὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ τὴν ἀναδημιουργεῖ ἀπ’ τὴν ἀρχὴ καὶ τὴν ἐπιβάλλει ὡς προφάνεια, ὡς περιαυγῆ ἀλήθεια καθολικῆς ἰσχύος. Ποιητικὴ χειρονομία ποὺ δὲν εἶναι τάξεως μεταφυσικῆς, ὑπὸ τὴ στενὴ τουλάχιστον ἔννοια τῆς μεταφυσικῆς, τῆς θεωρησιακῆς, δηλαδή, ἐπόπτευσης τοῦ ὑπεραισθητοῦ, ἀλλὰ φαινομενολογικῆς – μιᾶς φαινομενολογίας τοῦ αἰσθητοῦ, τοῦ ἁπτοῦ καὶ ὁρατοῦ, ἔστω καὶ ἄν, ὅπως λέει ἕνας σύγχρονος φαινομενολόγος, ὁ Ντ. Ζανικώ, «τὸ ὁρατὸ πάλλεται πάντοτε ἀπὸ ἀορατότητα». Ἡ ἐπανενεργοποίηση ἀπὸ τὴ Δημουλᾶ τοῦ μεταφορικοῦ, ἡ ἀντιστροφὴ τοῦ κοινότοπου «ἐκ χοὸς ὁ ἄνθρωπος» στὸ καινότατο «ἐξ ἀνθρώπου τὸ χοῦς», μέσω τῆς ἀπροσδόκητης καὶ ἀνατρεπτικῆς μεταφορᾶς τῆς «πατρίδας» τοῦ χώματος, ἐπαναφέρει τὸ νοητὸ στὸ φυσικό του περιβάλλον, ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶχε ξεκινήσει τὸ μακρὺ ταξίδι του πρὸς τὴ μεταφυσικὴ καὶ τὴ θεολογία. Τὸ γειώνει, τρόπον τινά, σὲ μιὰ ἄλλη, καινοφανῆ σημασία, ποὺ γίνεται γιὰ τὸν ἀποδέκτη –τὸν ἀναγνώστη, τὸν ἑρμηνευτή, τὸν μεταφραστὴ– ἡ ἀφετηρία νέου ὀντολογικο-μεταφυσικοῦ ἀναστοχασμοῦ.
Τὸ ποίημα «Λάθος διάταξη», ποὺ τὸ θεωρῶ κομβικὸ στὰ Εὕρετρα, ἀποσαφηνίζει θαυμάσια τὴν ἰδιότυπη φυσικὴ μεταφυσικὴ τῆς Δημουλᾶ, ἡ ὁποία, ὅπως ὁμολογεῖ σὲ ἄλλο ποίημα, «τὰ ὑπεράνω [της] / ὅλα σχεδὸν τὰ ἒχ[ει] δεῖ»:
ποὺ ἔχει σχέση ἀτρόμητη
καὶ μὲ τὰ πιὸ ἐπίφοβα
παντοδύναμα ὕψη
ἀνέθεσα
μιὰ καὶ μπαινοβγαίνει στὸ Θεὸ
μὲ τόση οἰκειότητα
νὰ τοῦ μεταφέρει
ὅτι αὐτὴ ἡ διάταξη
ἀπάνω ὁ οὐρανὸς
ὁλόκληρος νὰ τίθεται σκεπὴ
τῶν ἀοράτων
ἐνῶ ἡ γῆ κατάχαμα ἀφημένη
ὁλόκληρη ξεσκέπαστη νὰ εἶναι
ξέσκεπα ἀφήνοντας κι ὅλα τὰ ὁρατὰ
πῶς νὰ τὸ πῶ
δὲν εἶναι χριστιανικὴ
νὰ κατέβει κάτω ἐδῶ ὁ οὐρανὸς
ἡ γῆ νὰ καθρεφτίζεται σ’ αὐτὸν
νὰ ὀμορφαίνει
κι ἐπειδὴ πεθαίνει
ἀκόμα κι ὁ καθρεφτισμὸς τῆς ὀμορφιᾶς
μέσα στὴ γῆ νὰ θάβεται
κι αὐτὸς
κι ἂν σπάζει κι ὁ καθρέφτης-οὐρανὸς
κατὰ τὴ μετακίνηση
κι ὅλα τὰ γύρω ὕψη
στὸ θρυψάλιασμά του παρασέρνει
ἐδῶ νὰ ἐνταφιάζονται
χάμω κι αὐτὰ τὰ θρύψαλα
δίπλα σὲ κάθε γήινο κλαδάκι τσακισμένο
δίπλα στὴν ἐπιδιόρθωσή της νὰ κεῖται
ἡ ἁρμονία τοῦ κόσμου
κι ἂν ὁ καθρέφτης εἶναι
σὲ κάθε παραλήρημα ἀπαραίτητος
κι ὄχι μονάχα στὸ δικό μου ἐτοῦτο
ἂς ἀνέβει ἡ γῆ
στὴ θέση τ’ οὐρανοῦ
σ’ αὐτὴν νὰ καθρεφτίζεται ὁ Θεὸς
γήινος, πιὸ καθημερινός, πιὸ ἀναγκαῖος.
Αὐτή, λοιπόν, ἡ σκέψη τῆς Δημουλᾶ, ποὺ «ἔχει σχέση ἀτρόμητη μὲ τὰ πιὸ ἐπίφοβα / παντοδύναμα ὕψη», πού, ὡς σκέψη, μετατρέπει τὴν ὁριζόντια ἐμπειρία σὲ κάθετη νοητικὴ διαδρομή, αὐτὴ ἡ σκέψη ποὺ ὑπερβαίνει τὸ ὑλικὸ γιὰ νὰ προσεγγίσει τὸ ὑπερβατικό, μιᾶς καὶ «μπαινοβγαίνει στὸ Θεὸ / μὲ τόση οἰκειότητα», αὐτὴ ἡ σκέψη διατρίβει, μολαταῦτα, σὲ πολὺ συγκεκριμένα, πολὺ πρακτικὰ πράγματα. Σὲ χωροταξικὰ ζητήματα, οὕτως εἰπεῖν. Τῆς ἀνατίθεται, ὡς ἐκ τῆς ἱκανότητάς της νὰ ἀνυψοῦται, ν’ ἀνέβει ὣς τὸν Θεὸ καὶ νὰ τοῦ παραγγείλει νὰ διορθώσει τὴ συμπαντικὴ διαρρύθμιση ποὺ ἐγκαθιστᾶ τὸν οὐρανὸ πολὺ ὑπεράνω τῆς γῆς, ὡς ἕνα εἶδος παραπετάσματος ἢ καλύτερα θαμποῦ ἀμφίδρομου κατόπτρου. Ἀπὸ τὴ μιὰ του πλευρά, δὲν καθρεφτίζει κὰν τὴ γῆ, ἐνῶ κρύβει τὰ ἀόρατα, ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀφήνει τὰ ὁρατὰ ἔκθετα στὴ θέα τῶν ἀοράτων, ποὺ εἶναι, οὕτως ἢ ἄλλως, πανθορῶντα.
Ἐδῶ, ἀνατρέπεται, τουλάχιστον κατὰ ἕνα σκέλος, ἡ γνωστὴ συμβολιστική, ποὺ ἕλκει τὴν καταγωγή της ἀπὸ τὸν πλατωνικὸ Τίμαιο καὶ ἡ ὁποία –ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, τὸν Ἅγιο Αὐγουστίνο, τοὺς χριστιανοὺς γνωστικούς, τοὺς προ-σχολαστικοὺς καὶ φυσικά τους νεοπλατωνιστές, ἕως τὴν Ἀναγέννηση καὶ τὴ μεταφυσική τοῦ Μπαρὸκ τουλάχιστον– ἐπιστρατεύει παγίως τὴν κατοπτρικὴ ἀναλογία γιὰ νὰ περιγράψει τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ μαζὶ τὸν αἰσθητὸ κόσμο ποὺ τὴν περιβάλλει, ὡς καθρέφτη ποὺ ἀνακλᾶ τὸ θεῖο. «Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ διακρίνει ἡ ψυχὴ τὸ ἴδιο της τὸ κάλλος καὶ νὰ μὴν κατακτηθεῖ ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο Ἐκείνου τὸν ὁποῖο ἀνακλᾶ ἐντός της;» διερωτᾶται ὁ προ-σχολαστικὸς θεολόγος Γκ. Ντε Σαιν-Τιερρύ.
Ἡ Δημουλᾶ ἐκκινεῖ ἴσως ἀπὸ τὴν πεποίθηση ὅτι τὸ θεῖο δὲν ἀνακλᾶται στὴν ψυχή της οὔτε μᾶλλον στὶς περισσότερες ψυχές μας, τουλάχιστον ὄχι πλέον. Γι’ αὐτὸ μπορεῖ νὰ φταίει ἡ ὅλο καὶ πιὸ ἐλαττωματικὴ κατασκευὴ τῶν ψυχικῶν μας κατόπτρων, αὐτῶν τῶν introviseurs, ποὺ δὲν καθρεφτίζουν παρὰ μόνο τὸ Ἐγώ, ὅπως ἡ λίμνη τὸ πρόσωπο τοῦ Ναρκίσσου. Ἀλλά, φαίνεται νὰ φταίει ἐπίσης αὐτὴ ἡ περίεργη διάταξη, ποὺ τὴν ἐμπνεύστηκαν καὶ ὑλοποίησαν ἀτζαμῆδες, αἰθεροβάμονες ἰδεαλιστὲς καὶ ποὺ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα ὁ ἀμφίδρομος καθρέφτης-οὐρανὸς ἐκεῖ στὰ ὕψη νὰ καθιστὰ τὸ ἀόρατο… ἀόρατο καὶ ἀδύνατη τὴν οἱανδήποτε ἐπαφὴ μαζί του, ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ἐξακρίβωση αὐτῆς ταύτης τῆς ὑπάρξεώς του. Ἡ καθετοποιημένη, ἱεραρχικὴ διάταξη ὑπὲρ-ὑπό, ἡ ἀπροσμέτρητη ἀπόσταση καὶ ἡ ἀδιαφάνεια σίγουρα δὲν εἶναι χριστιανικὲς – ἐδῶ, Θεὸς ὁλόκληρος κατέβηκε ἕως ἐμᾶς, προκειμένου νὰ μᾶς οἰκειώσει μὲ τὸ Πρόσωπό του, ὥστε νὰ ξεπεράσουμε ἐπιτέλους καὶ ἐμεῖς, τὸ «στάδιο τοῦ καθρέφτη». Τὸ σχῆμα δὲν εἶχε τὴν ἀναμενόμενη ἐπιτυχία, ἡ ἀπόσταση μεταξὺ ἀνθρωπίνου καὶ θείου στάθηκε ἀδύνατον νὰ γεφυρωθεῖ, ἡ ἀπουσία παρέμεινε ἀπουσία καὶ τὸ παράπονο παράπονο.
Οἱ δύο φαντασιωτικὲς ἐναλλακτικὲς προτάσεις βελτίωσης τῆς Δημουλᾶ –εἰρωνικὲς καὶ αὐτο-εἰρωνικές, ἀγωνιώδεις καὶ παιγνιώδεις, ὅπως πάντα– περιλαμβάνουν ἐπίσης καθρέφτη, ἀλλὰ ἀντιστρέφουν ἀφενὸς τὴν ταξιθεσία, ἀφετέρου τοὺς ὅρους κατοπτρισμοῦ. Ἡ ποιήτρια προτείνει εἴτε νὰ κατέβει ὁ οὐρανὸς στὴ γῆ εἴτε ν’ ἀνέβει ἡ γῆ στὴ θέση τοῦ οὐρανοῦ.
Στὴν πρώτη λύση, θὰ ἀνατραπεῖ τὸ πλατωνικὸ πρότυπο καὶ θὰ καθρεφτίζει ὁ οὐρανὸς τὴ γῆ, ποὺ εἶναι ὁ μόνος ἴσως τρόπος γιὰ νὰ ἀνακτήσει ἡ τελευταία τὸ ἀπωλεσθὲν κάλλος της, μετὰ τὴ ραγδαία ἀποδόμηση τῆς γεωκεντρικῆς καὶ ἀνθρωπιστικῆς της αἴγλης. Κατὰ τὴ μεταφορά, βέβαια, μπορεῖ νὰ προκληθοῦν ζημιές, καθρέφτης εἶναι αὐτός, λεπτὸς καὶ εὔθραυστος – μιὰ ἀπροσεξία, ἕνας δισταγμὸς κινδυνεύουν νὰ τὸν κάνουν σμπαράλια. Τίποτα δὲν εἶναι ἐγγυημένο σὲ τέτοιες μετακομίσεις τοῦ μεταφυσικοῦ στὸ φυσικό. Ἂν συμβεῖ κάτι τέτοιο, τὰ θρύψαλα τῆς «ἁρμονίας τοῦ κόσμου», θὰ πρέπει νὰ ἐνταφιαστοῦν, λέει ἡ ποιήτρια, «δίπλα σὲ κάθε γήινο κλαδάκι τσακισμένο». Αὐτὸ θὰ εἶναι καὶ τὸ ὁριστικὸ τέλος τῆς harmonia mundi καὶ τῆς οὐράνιας ἐπικυριαρχίας, ποὺ ἀνέρχεται πρὶν ἀπὸ τὸν Πλάτωνα στοὺς πυθαγόρειους.
Στὴ δεύτερη λύση, ἡ γῆ θὰ καθρεφτίζει τὸν Θεό, ἀκριβῶς ὅπως καὶ στὸ πλατωνικὸ μοντέλο, ἀλλὰ ἕναν Θεὸ ποὺ θὰ εἶναι τώρα ἐκεῖνος ἡ χλωμὴ καὶ ἀτελὴς ἀνάκλαση τοῦ ἀνθρώπου, «γήινος, πιὸ καθημερινός, πιὸ ἀναγκαῖος». Μὲ ἄλλα λόγια, ἕναν Θεὸ ποὺ θὰ μιμεῖται τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δὲν παύει, ὡς φαίνεται, νὰ ποιεῖ τὸν Θεὸ κατὰ δική του εἰκόνα καὶ ὁμοίωση. Ἀλλά, ἂν εἶναι ἔτσι, ἂν ὁ ἄνθρωπος ποιεῖ ὄντως τὸν Θεὸ κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσίν του, τότε καλύτερα νὰ εἶναι πολὺ μαγκιόρος, πολὺ δεξιοτέχνης ποιητής, σὰν τὴν Κικὴ Δημουλᾶ.
ΣΕΣΙΛ ΙΓΓΛΕΣΗ ΜΑΡΓΕΛΛΟΥ
Ὁμιλία στὸ Ἵδρυμα Θεοχαράκη, 19 Ἀπριλίου 2013. Πρώτη δημοσίευση: Νέο Πλανόδιον, τχ. 1, χειμώνας 2013-2014.