~.~
Ι Ω Β
μέρος β’
απόδοση Πέτρος Γιατζάκης
Ο Θεός παιδαγωγεί μέσα από τα πάθη ( 5,17-5,27 )
17 Μακάριος ο άνθρωπος που νουθετεί ο Κύριος!
Τον κανόνα του Παντοδύναμου μην τονε χλευάζεις.
18 Ο Κύριος λαβώνει, αλλά κι επιδένει την πληγή,
Χτυπά, αλλά οι χείρες του γιαίνουν την πληγή.
19 Εξάκις εκ θλίψεων λυτρώσει σε,
Την εβδόμη κακό κανένα δε θα σ’ αγγίζει πια.
20 Στης πείνας τον καιρό από το θάνατο σε σώζει,
Στον πόλεμο σε φυλάει από του ξίφους την ισχύ.
21 Από την μάστιγα της κακογλωσσιάς βρίσκεις καταφύγιο,
Δεν είναι ανάγκη να καρδιοχτυπάς μπρος στην καταστροφή.
22 Τον όλεθρο και την πείνα θα περιγελάσεις,
Τα άγρια θεριά δε θα σε τρομάζουν πια.
23 Με τους λίθους του αγρού θα κλείσεις ειρήνη,
Και με τα ανήμερα θεριά θα έχεις συμμαχία.
24 Θα ξέρεις ότι η σκηνή σου είναι εν ειρήνη,
Κι ότι απ’ το βιός σου τίποτα δε λείπει.
25 Θα δεις το σπόρο σου να πληθαίνει·
Τα βλαστάρια σου θα’ ναι άπειρα σαν τα βότανα της γης.
26 Θα μπεις στον τάφο σφύζοντας ακόμα από ζωή,
Σαν θημωνιά στάρι θερισμένο στον καιρό του.
27 Κοίτα, όλα τούτα τα ερευνήσαμε και καταλεπτώς τα εξιχνιάσαμε.
Έτσι είναι, έτσι τα ακούσαμε. Όσο για σένα, άκουσε και δέξου τα!
~.~
Ο αντίλογος του Ιώβ ( 6,1 – 7,21 )
Η αβάσταχτη μοίρα ( 6,1 – 6,13 )
6,1 Αποκρίθηκε τότε ο Ιώβ και είπε:
2 Αχ και να γενόταν να ζυγιαστεί η αγωνία μου,
Να μπει στης ζυγαριάς το τάσι κι η οδύνη μου!
3 Τι κι οι δυο αντάμα πιότερο βαραίνουν
κι από της θάλασσας την άμμο,
για τούτο αστόχαστα τα λόγια μου.
4 Τα βέλη του Παντοδύναμου είναι στη σάρκα μου χωμένα·
Το πνέμα μου το φαρμάκι τους ρουφάει.
Οι τρόμοι του Θεού παραταγμένοι ομάδι είν’ απέναντί μου.
5 Γκαρίζει ο όναγρος όταν το γρασίδι του βοσκάει,
Ή μουγκανίζει ο βους όταν απ’ το παχνί του τρώει;
6 Είναι ποτέ μπορετό άνοστο φαγί να φαγωθεί ανάρτυτο;
Ή υπάρχει νοστιμιά στη βλέννα;
7 Ο λάρυγγάς μου να τ’ αγγίξει δυσφορεί·
Βδελυρό ‘ναι σαν τη σάρκα τη λωβή.
8 Ας ήταν να εισακουστεί το αίτημά μου,
Ας εκπλήρωνε ο Θεός την ελπίδα μου.
9 Κι αν ήθελε ο Θιός να με συντρίψει,
Ας έλυνε την χείρα του και σύριζα ας με κλάδευγε.
10 Τότε θα ’ταν κι αυτό ακόμα η παρηγοριά μου,
Ακόμα κι όταν από τον πόνο μου σκιρτώ,
Εκειός το άλγος μου δεν φείδεται.
Τι δεν έκρυψα ποτές μου του Πανάγιου τα λόγια.
11 Ποια δύναμη έχω για να υπομείνω;
Πότε είν’ το τέλος μου για να αντέξει η ψυχή μου;
12 Είν’ η δύναμή μου της πέτρας η ισχύς;
Μήπως είν’ η σάρκα μου από σίδερο;
13 Δεν υπάρχει μπλιο για μένα βοήθεια καμιά;
Κάθε λυτρωμός έχει εξοριστεί από κοντά μου;
Η απογοήτευση από τους φίλους: ( 6,14-30 )
14 Του φίλου η σπλαχνιά στον απελπισμένονε ανήκει,
Ακόμα κι όταν εκειός το φόβο του Θεού αφήνει.
15 Τ’ αδέρφια μου απατηλά σαν το ρυάκι,
Σα νεροσυρμές που η κοίτη τους στερεύγει.
16 Το νερό τους θολό από τον πάγο,
όταν λιώνει απάνω του το χιόνι.
17 Στερεύουνε στης κάψας τον καιρό*
στο λιοπύρι το λίκνο τους άχνα κι ατμός.
18 Ο ρους τους γυρίζει σαν το φίδι,
καραβάνια που τσ’ αναζητούνε,
ακολουθούν και χάνονται καταμεσής στο τίποτα.
19 Των Θαιμανών τα καραβάνια τσ’ αναζητούνε,
Των Σαβαίων οι φάλαγγες τσ’ εμπιστευθήκαν.
20 Αφανιστήκανε γιατί τσ’ εμπιστευθήκαν,
Φτάσανε κι από το τίποτα απογοητευθήκαν.
21 Ετσά γενήκατε κι εσείς για μένανε ένα τίποτα·
Τη φρίκη μου ξανοίγετε κι από τον τρόμο αναρριγάτε.
22 Μήποτε σας παρήγγειλα:
Δώστε μου απ’ τα πλούτια σας,
Δώστε μου δώρα από το βιός σας;
23 Ή σώστε με από την χείρα του δυνάστη μου;
Λύτρα πληρώσετε και σώστε με από την χείρα του τυράννου μου;
24 Διδάξτε με κι εγώ θε να σιωπήσω·
Πού λάθεψα, ξηγήστε μου!
25 Πώς λόγια ντόμπρα να προσβάλλουνε μπορούνε;
Τι δύναται ο εδικός σας ψόγος να κρίνει;
26 Με λόγια λογιάζετε να ψέξετε;
Τ’ απελπισμένου τα λόγια κούφια σαν τον άνεμο νογάτε;
27 Και τ’ ορφανό ακόμα στα ζάρια θα το παίζατε,
Τον φίλο σας τον ίδιο θε να πουλούσατε!
28 Τώρα γυρίστε και κοιτάξτε με κατάματα·
Ψέματα κατά πρόσωπο δε θε να πω.
29 Γυρίστε πίσω, άδικο δε θα γενεί κανένα,
Επιστρέψτε, το δίκιο μου μάρτυράς μου στέκει ακόμα!
30 Είν’ αδικία στη γλώσσα μου;
Μήγαρις ο ουρανίσκος μου
τη γεύση του κακού να ξεχωρίσει δε μπορεί;
Η ανθρώπινη κατάσταση ( 7,1-7,21 )
Η ανάγκη του βίου ( 7,1-7,11 )
7,1 Μήγαρις θητεία μισθοφόρου
δεν είν’ τ’ ανθρώπου η ζωή πάνω στη γη;
Οι μέρες του ζωή δεν είν’ ενός μεροκαματιάρη;
2 Σα σκλάβος που τον ίσκιο λαχταρά,
Σα μεροδουλευτής που το μισθό του ανιμένει.
3 Φεγγάρια γιομάτα απογοήτευση ο κλήρος μου,
Και νύχτες γιομάτες οδύνη το μερτικό μου.
4 Πλαγιάζω και συλλογιέμαι: Πότε θε να ‘ρθει η μέρα;
Νυχτώνει κι εγώ στριφογυρνώ μέχρι να ξημερώσει.
5 Η σάρκα μου ντυμένη με σκουλήκια και κάκαδα,
Το δέρμα μου σκάζει και πυορροεί.
6 Πιο γοργές κι από σαγίτα αργαλειού οι μέρες μου,
Τσ’ ελπίδας η κλωστή κόβγεται και σπάζει.
7 Λογιάσου: σα μια πνοή είν’ η ζωή μου,
Τα μάτια μου δε θε να ξαναδούν καλό.
8 Ο οφθαλμός που με ξανοίγει δε θε να μ’ ατενίσει μπλιο.
Τα μάτια σου θα με γυρέψουν, αλλά εγώ δε θα ‘μαι πια εκεί.
9 Σαν τη νεφέλη που χάνεται και φεύγει,
Ετσά δε θα ξανανεβεί ποτέ κανείς που στον κάτω κόσμο έχει κατέβει.
10 Στο σπίτι του δεν ξαναγυρίζει μπλιο,
Δεν τονε γνωρίζει μπλιο ο τόπος του.
11 Μα εγώ δε θε να φράξω μπλιο το στόμα μου,
Θα λαλήσω μέσα απ’ την αγκούσα της καρδιάς μου,
Θα θρηνήσω μέσα απ’ την πίκρα της ψυχής μου.
Η ανεξήγητη δοκιμασία ( 7,12-7,21 )
12 Μήγαρις είμ’ η θάλασσα ή είμαι ο δράκος των υδάτων,
Που μου βάζεις φύλακα να με παραμονεύγει;
13 Κι όταν είπα: η κλίνη μου θα με παρηγορήσει,
Η κοίτη μου θε να σηκώσει τη θλίψη μου,
14 Με όνειρα με παίδεψες,
Με οράματα με κατατρόμαξες.
15 Τον πνιγμό θε να διάλεγα,
Το θάνατο, από το σκέλεθρο ετούτο το βδελυρό.
16 Άσε με, δε δύνομαι να ζήσω μπλιό·
αιώνια δε μπορώ να ζω.
Ανέμου πνοή οι μέρες μου.
17 Τι’ ναι ο άνθρωπος που τόσο τον μεγαλύνεις,
και τόσο τον προσέχεις;
18 που τον ελέγχεις κάθ’ αυγή
Και τόνε δοκιμάζεις κάθε μια στιγμή;
19 Για πόσο ακόμα δε θα πάρεις το βλέμμα σου από πάνω μου;
Δε θα μ’ αφήσεις ποτέ σε ησυχία,
το σάλιο μου να καταπιώ δε θα μ’ αφήσεις μπλιο;
20 Τι σού ’χω κάνει;
Σε τι αμάρτησα, ω φύλακα τ’ ανθρώπου;
Γιατί μ’ έχεις βάλει στο σημάδι;
Μήγαρις φόρτωμα σου ’χω γενεί;
21 Γιατί δε χαρίζεις το κρίμα μου;
Την ανομία μου γιατί δεν την εξαλείφεις;
Σε λίγο δε θα υπάρχω πια.
Θα με ζητάς και θα κείτομαι στη σκόνη.
~ . ~
Ο πρώτος Λόγος του Βιλδάδ: ( 8,1-22 )
Ο νόμος της ανταπόδοσης: ( 8,1-7 )
8,1 Αποκρίθηκε τότε ο Βιλδάδ ο Σουχίτης κι είπε:
2 Πόσο ακόμα τέτοια πράματα θα κρένεις;
Τα λόγια σου κούφια ανεμοζάλη.
3 Στρεβλώνει ποτέ ο Θεός το δίκαιο;
Ή μήπως διαστρέφει ο Κύριος των Δυνάμεων τη δικαιοσύνη;
4 Αν τα τέκνα σου αμάρτησαν απέναντί του,
Στου δικού τους φταίξιμου τα χέρια ο Θιός τους παραδίνει.
5 Τον Θεό αν ψάχνεις,Και τον Κύριο αν ικετεύεις,
6 Αγνός αν είσαι και δίκαιος,
Φύλακας και φρουρός σου ακοίμητος θε να ‘ναι Εκείνος,
Τον οίκο που σου πρέπει θε να τον αποκαταστήσει.
7 Κι η αρχή σου άσημη κι αν ήταν,
Το τέλος σου όμως τρανό θα ‘ναι και μεγάλο.
Η μαρτυρία της εμπειρίας ( 8,8-8,22 )
8 Ρώτα τις παλιότερες γενιές
Και σπούδασε αυτά που οι πατέρες ερευνήσαν.
9 Τι άνθρωποι του χθες είμαστε και τίποτα δεν κατέχουμε.
Σκιάς πέρασμα οι μέρες μας πάνω στη γη.
10 Μήπως δε θα σε διδάξουνε, δε θα σου μιλήσουνε,
Δε θα σου δώσουν λόγια βγαλμένα μέσ’ απ’ την καρδιά τους;
11 Θάλλει ο πάπυρος δίχως το έλος,
Θεριεύει η καλαμιά δίχως νερό;
12 Στο άνθισμα απάνω, πριν του θέρους την ώρα,
Θα μαραθεί πριν από κάθε χόρτο.
13 Ετσά είν’ το ριζικό όλων που το Θεό ξεχνούνε·
Κι η ελπίδα των μιαρών εξανεμίζεται.
14 Η ελπίδα τους είν’ σαν τον ιστό τσ’ αράχνης,
Η σιγουριά τους σαν τη φωλιά τσ’ αράχνης.
15 Στο σπίτι του στηρίζεται, αλλά τούτο δεν κρατά·
Το αδράχνει, όμως εκείνο δεν κρατεί.
16 Ο δίκαιος σαν τη δροσιά μες στο λιοπύρι,
Οι βλαστοί του πέρα κι απ’ τον δικό του κήπο ξεπροβάλλουν.
17 Μέσ’ στα χαλίκια πλέκουνται οι ρίζες του,
Οι ρίζες του μέσ’ από ριζιμιό χαράκι ξεμυτίζουν.
18 Απ’ τον τόπο του αν τον ξεριζώσουν,
Κι αν ο Θεός τον αρνηθεί, λέγοντας «Δε σε ξέρω!»,
19 Ιδού, αυτή ‘ναι η χαρά τσι στράτας του·άλλος,
απ’ ένα άλλο χώμα θε να ξεπηδήσει.
20 Ο Θεός τον δίκαιο δεν εγκαταλείπει,
Τον άδικο δεν κρατά σφιχτά από το χέρι.
21 Με γέλιο θα γεμίσει το στόμα σου,
Με θριάμβου αλαλαγμό τα χείλη σου.
22 Οι μισούντες σε θενα ενδυθούν αισχύνη,
Το σκήνωμα των ασεβών δεν θα υπάρχει πια.
~ . ~
Ο αντίλογος του Ιώβ ( 9,1 – 10,22 )
Η δύναμη του Θεού ( 9,1-9,13 )
9,1 Τότε ο Ιώβ απηλογήθηκε και είπε:
2 Αλήθεια όντως ξέρω ότι είν’ ετσά:
Πως δύνεται ο άνθρωπος το δίκιο του να έβρει μπρος στο Θεό;
3 Αν ήθελε μ’ Αυτόν ν’ αντιδικήσει,
Ούτε μια στις χίλιες λόγο δε θα δυνόταν να τ’ αντιτάξει.
4 Τι είν’ σοφός στη διάνοια και κραταιός στο σθένος·
Ποιος μαζί του να λογοφέρει δύναται κι αλώβητος να μείνει;
5 Όρη ξεριζώνει κι εκειά δεν το νογούνε καν·
Βουνά ξεθεμελιώνει μέσα στην οργή του.
6 Κάνει τη γη να τρέμει στη θέση της,
Τους στύλους της γης να σαλεύουνε τους κάνει.
7 Του ήλιου η σφαίρα παραγγέλνει να μη σηκωθεί,
Τ’ άστρα σφιχτά με σφραγίδα τα σφαλίζει.
8 Τανύζει μονάχος τσ’ ουρανούς,
Περιπατεί απάνω στων κυμάτων τις κορφές.
9 Της Άρκτου και τ’ Ωρίωνα,των Πλειάδων
και των αστερισμών του νότου είν’ ο ποιητής.
10 Ποιεί έργα μεγάλα και ανεξιχνίαστα,
Έργα θαυμαστά και αναρίθμητα.
11 Ιδού, περνά δίπλα μου κι εγώ δεν τονε θωρώ,
Γλιστρά από πλάι μου δίχως να τονε καταλάβω.
12 Ιδού, μ’ αρπάζει μακριά –
ποιος θα βρεθεί να τονε συγκρατήσει;
Ποιος θα βρεθεί να του πει «τι κάνεις εκεί»;
13 Ο Θεός την οργή του δε τηνε συγκρατεί·
Κάτω απ’ Αυτόν κάμφθηκαν και προσκύνησαν του πανάρχαιου κήτους
Οι βοηθοί.
Η αδυναμία του ανθρώπου ( 9,14-9,35 )
14 Πόσο πιο λίγο θα δυνόμουν να του απαντήσω,
Θα διάλεγα τα λόγια μου απέναντί του.
15 Και δίκιο να έχω τίποτα να του απαντήσω δε μπορώ,
Για έλεος θα ’πρεπε να ικετέψω τον Κριτή μου.
16 Αν τον καλούσα, θα μου απαντούσε;
Δεν πιστεύω ότι θα άκουγε τη φωνή μου.
17 Αυτός που μες στην ανεμοθύελλα με συνθλίβει,
Πληθαίνει τις πληγές μου δίχως λόγο.
18 Δε μ’ αφήνει την ανάσα μου να ξαναβρώ,
Με πίκρες με χορταίνει.
19 Αν είν’ για δύναμη,
Αυτός είν’ ο κραταιός·
Αν είν’ για κρίση, ποιος είν’ εκειός που θα τονε εγκαλέσει;
20 Ακόμα κι όταν έχω δίκιο το στόμα μου το ίδιο θα με καταδικάσει,
Ευθύς κι αν είμαι, στραβό θε να με παραστήσει.
21 Δίκαιος είμαι, αλλά δεν αναγνωρίζω τον ίδιο μου τον εαυτό*
Την ίδιά μου τη ζωή βδελύσσομαι.
22 Ένα και το αυτό είν’ γι Αυτόν·
Για τούτο είπα: τον αθώο και τον ένοχο αδιακρίτως εξαλείφει.
23 Όταν η μάστιγα φονεύει ξαφνικά,
Όταν το φραγγέλιο χλευάζει των απελπισμένωνε τον τρόμο.
24 Η γη έχει παραδοθεί στα χέρια των ασεβών,
Το πρόσωπο των κριτών της Αυτός το αποκρύπτει.
Αν Αυτός δεν είναι, τότε ποιος είναι;
25 Πιο γοργά από ‘να δρομέα οι μέρες μου γλακούνε.
Φεύγουν, δίχως ένα καλό να δούνε.
26 Φεύγουν και πλέουν μακριά σαν μια πιρόγα από καλάμι,
σαν αητός που ορμά πάνω στο θύμα.
27 Αν πω: Το θρήνο μου θε να λησμονήσω,
Το πρόσωπο μου θε ν’ αλλάξω, τη θωριά μου ευφρόσυνη θα κάμω!
28 Φοβούμαι όλες τσι θλίψεις μου,
Ξέρω ότι δε θα με αθωώσεις.
29 Στο τέλος ένοχος θε νάμαι πάλι.
Γιατί μάταια να μοχθώ;
30 Αν νίψω τας χείρας μου με χιόνι,
Αν καθαρίσω τα χέρια μου με αλισίβα,
31 και πάλι στου Άδη μες το λάκκο θα με βύθιζες,
Ακόμα και τα ίδια μου τα ρούχα απ’ την ακαθαρσία θα με βδελύσσονταν.
32 Τι δεν είσαι ένας βροτός ωσάν και μένα,
Που να του απαντήσω θα μπορούσα:
Ας πάμε στον κριτή αντάμα!
33 Τι δεν υπάρχει ανάμεσό μας διαιτητής κανείς,
Που θα δυνόταν το χέρι του επάνω στους δύο μας να βάλει.
34 Που να μπορούσε να πάρει από πάνω μου τη βέργα του,
Κι ο τρόμος του να μη με κατακλύζει μπλιο.
35 Τότε θε να μιλήσω, δίχως να τονε φοβούμαι,
Αλλά –αλλοίμονο– δεν είν’ ετσά με μένα.