του ΓΙΑΝΝΗ ΣΟΛΔΑΤΟΥ
Ποιός νίκησε από την πάλη του Διγενή με τον Χάροντα; Δεν έχουμε καμία μαρτυρία στα δημοτικά μας τραγούδια για νικητή και ηττημένο. Γιατί άραγε;
Ο Μπέργκμαν μάς δίνει τη δική του κοινότοπη απάντηση. Ο Θεός σιωπά γιατί δεν υπάρχει. Οπότε δεν υπάρχει και ο Χάροντας, εκείνος ο γραφικός περατάρης του Αριστοφάνη και της μυθολογίας που μας χτυπά ένα πρωινό το τζάμι κι ενώ γνωρίζαμε από καιρό πως κάποτε θα έρθει, μας βρίσκει πάντα απροετοίμαστους και ζητάμε να μας αφήσει λίγο ακόμα, ίσα μ΄ ένα τσιγάρο, όπως το τσιγάρο των μελλοθάνατων πριν το εκτελεστικό απόσπασμα, όπως ο ιππότης Αντώνιους Μπλοκ της Έβδομης σφραγίδας, που προτείνει στον Θάνατο μια παρτίδα σκάκι σαν τελευταία προθεσμία για να βρει απάντηση στα αναπάντητα μεταφυσικά του προβλήματα. Αλλά και αυτοί που δεν στοχάζονται μακρύτερα από την καθημερινότητα κάτι έχουν να τακτοποιήσουν στη ζωή τους, όπως οι καθημερινοί ήρωες των υπολοίπων ταινιών του Μπέργκμαν, η Κάριν για παράδειγμα, στο Μέσα από το σπασμένο καθρέφτη, που αντίκρυσε τον Θεό με το πρόσωπο της αποκρουστικής αράχνης, σαν ζώο με έξι πόδια που προχωρά στο πάτωμα και την πλησιάζει. Όμως διαφορετικά είδε την Παναγία ο Γιόφ στην Έβδομη σφραγίδα:
Φορούσε χρυσή κορώνα κι ένα γαλάζιο φόρεμα με χρυσά λουλούδια. Ήταν ξυπόλυτη και είχε μικρά μελαχρινά χέρια και κρατούσε τον Χριστό και τον μάθαινε να περπατά… Και όλα ησύχασαν στον ουρανό και τη γη.
Για να δούμε και μεις πώς εγγράφεται ο διάλογος και η πάλη του Μπέργκμαν με το Θεό, το Θάνατο δηλαδή, αφού, κατά την μία του εκδοχή ο Θεός αντλεί την εξουσία του από τον φόβο του ανθρώπου μπροστά στην τιμωρία και τον Θάνατο ή αν θέλετε να μιλήσουμε για την Αγάπη, αφού, κατά την άλλη εκδοχή ο Θεός είναι η Αγάπη, η μεγάλη, η κατά τον ποιητή «κραταιά ως Θάνατος Αγάπη», θέτουμε τα πρώτα προς επεξεργασία στοιχεία μας:
1. Το δίπολο που κινείται ο δημιουργός μας, όπως ήδη ανέφερα, είναι ο Θάνατος και η Αγάπη.
2. Ο Μπέργκμαν είναι γιος πάστορα και μάλιστα Λουθηρανού και στο πεδίο αυτό η πίστη είναι ο θεμέλιος λίθος που συντηρεί την ύπαρξη του Θεού, την βοήθεια του ανθρώπου στο να αντιμετωπίσει το μεταφυσικό τρόμο. Αν αρχίσει η έρευνα και οι αμφιβολίες, η πίστη θα κλονιστεί και ο άπιστος Θωμάς, ο Τόμας των Κοινωνούντων, ή ο Ιππότης της Σφραγίδας, θα ζητήσει από τον Θεό σημάδια της ύπαρξής του και όσο ο Θεός δεν τα παραχωρεί, τόσο πιο επίμονη θα είναι η απαίτηση, με αποτέλεσμα τη διάρρηξη της σχέσης του πιστού με τον αφανέρωτο Θεό.
3. Ο Μπέργκμαν στα νεανικά του χρόνια υπήρξε φανατικός αναγνώστης του Νίτσε και γνωρίζουμε καλά την περιπέτεια της σκέψης του Γερμανού φιλοσόφου, που στην προσπάθειά του να αντικαταστήσει το Θεό με τον υπεράνθρωπο, έναν πλήρη άνθρωπο στη θέση του Θεού, έφτασε στα πρόθυρα της τρέλας και εύκολα μπήκε και εγκαταστάθηκε στην περιοχή της. Συμπράττουν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του νεαρού Ίνγκμαρ οι υπαρξιστικές θεωρίες του Κίρκεγκωρ και του Σαρτρ. Η κόλαση είναι οι άλλοι γύρω μας και όχι το μεταφυσικό τοπίο που πρεσβεύει η θρησκεία.
4. Ο Μπέργκμαν από μικρός βίωσε στο περιβάλλον του σπιτιού του, τον αστικοχριστιανικό εναγκαλισμό της πίστης στο Θεό, την αυστηρότητα της προσευχής, την σκληρότητα της τιμωρίας, στην βιωμένη ή επιβεβλημένη ενοχή, την απόλαυση αργότερα της λυτρωτικής βλασφήμιας. Στο χωριό μου λένε μια παροιμία: «Παιδί παπά, διαβόλου αγγόνι». Γνωρίζω καλά τι σημαίνει αυτό, έχω ανάλογα βιώματα, αφού είδα την ίδια σκληρότητα, επιλέγοντας σαν πρώτο δημόσιο ρόλο της ζωής μου, μικρό παιδί, αυτόν του βοηθού του κοινοτικού ιερέα. Θα αναφέρω μόνο μια παράμετρο που έχει άμεση σχέση με τον Μπέργκμαν: Είναι απίστευτα σκληρό για ένα παιδί επτά ή οχτώ χρονών να στέκεται με το θυμιατό πάνω από τον ανοιχτό τάφο της γριούλας που μέχρι χθες του πρόσφερε κουλούρια ή τον κυνηγούσε γιατί την ξεκούφαινε με την καραμούζα του. Το βράδυ στην αναγκαία προσευχή ζητάς από τον Θεό να την επαναφέρει στη ζωή και αυτός δεν σε ακούει, όπως δεν θα σε ακούει πια κι η γριούλα. Εκείνος σιωπά, σε μετατρέπει σε μελλοντικό εχθρό του. Τα γραπτά τού Νίτσε βρίσκουν πρόσφορο έδαφος σε έναν νεαρό που δεν γεννήθηκε άθεος από οικογενειακή επιλογή, αλλά το αντίθετο και αποπειράθηκε να ανοίξει διάλογο με το παράλογο. Ο Μπέργκμαν δεν τρελάθηκε, ίσως επειδή δεν ασχολήθηκε τόσο με τη φιλοσοφία, αλλά κυρίως με τη μυθοπλασία στο θέατρο και τον κινηματογράφο και διοχέτευσε την τρέλα στους ήρωές του, όπως η Κάριν που προανέφερα, ενώ σε άλλους επεφύλαξε την αυτοκτονία.
5. Η μεταπολεμική Σουηδία είναι γνωστή για το μεγάλο ποσοστό των αυτοκτονιών, που έρχονται παράλληλα, ενίοτε και σαν αποτέλεσμα της κατάρρευσης της θρησκευτικής πίστης.
Μετά από τα πρώτα αυτά στοιχεία ας δούμε κάποια αντίστοιχα από τη θεματική του δημιουργού:
Σε μία από τις πρώτες ταινίες του, την Φυλακή του 1948, ένας γέρος στα πρόθυρα της τρέλας, αγαπημένο μοτίβο του Μπέργκμαν, προτείνει σε έναν πρώην μαθητή του και νυν σκηνοθέτη να κάνει μια ταινία με θέμα την βαθιά του πεποίθηση πως ο Θεός πέθανε και επήλθε το βασίλειο του Διαβόλου. Άρα ο Παράδεισος γκρεμίστηκε και τη θέση του πήρε η Κόλαση. Για κάτι τέτοιο όμως δεν έχει πεισθεί ακόμη ο Μπέργκμαν. Θα πραγματευθεί σοβαρά το θέμα σε αρκετές από τις κατοπεινές του ταινίες, όπως στην Έβδομη σφραγίδα και στην Τριλογία της σιωπής. Ίσως και να μην πείστηκε ποτέ, γιατί ενώ το θέμα είχε περάσει σε δεύτερο επίπεδο, επανήλθε βασανιστικά αυτοβιογραφικό στην τελευταία φιλοδοξη, σπουδαία ταινία του, Φαννύ και Αλέξανδρος, του 1983. Προσωπικά και ενώ με απασχολούσε ο δημιουργός για μια δεκαπενταετία, νόμισα το βράδυ της προβολής της πως εκείνος άνοιξε οριστικά τα χαρτιά του και στεναχωρήθηκα που δήλωσε πως τα κλείνει και δεν ξανακάνει άλλη ταινία. Έκανε δυό-τρεις ακόμη. Ίσως βασίστηκε σε ένα ερωτηματικό και δεν τελειώνεις το έργο σου αφήνοντας το ερωτηματικό στο θεατή. Θέλει πολύ κουράγιο για να εγκαταλείψει ο δημιουργός την έκβαση του παιχνιδιού του στο θεατή. Παρεμπιπτόντως ο τρελός της παραπάνω ταινίας λέει, μεταξύ αλλων:
Μετά τη ζωή έρχεται ο θάνατος και πρέπει οι συναισθηματικοί να βρουν παρηγοριά στην εκκλησία. Ο Διάβολος θα μας καλέσει στην εκκλησία, γιατί εκείνη πάντοτε τον υπηρετούσε. Γιατί αποκαλούμε το Διάβολο ‘‘Κακό’’; Ικανοποιεί μονάχα τις ανθρώπινες ανάγκες. Ο Θεός είναι νεκρός, ανίσχυρος, ξοφλημένος, εκμηδενισμένος και αυτό απλοποιεί τα πράγματα αρκετά.
Δεν έχω να συμπληρώσω τίποτε πέραν της άποψής μου πως ο διάλογος του Μπέργκμαν με τον υπαρκτό ή ανύπαρκτο Θεό μόλις είχε αρχίσει.
Ο Μίνους ρωτάει την Κάριν στο Μέσα από το σπασμένο καθρέφτη:
«Ποιός είναι αυτός που θα έρθει;». Εκείνη του απαντά: «Δεν ξέρω, κανείς δεν είπε κάτι το συγκεκριμένο, όμως πιστεύω ότι ο Θεός θα αποκαλυφθεί μπροστά μας, μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο και από αυτή τη πόρτα. Είναι όλοι τόσο ήρεμοι και τόσο τρυφεροί. Και περιμένουν. Και η αγάπη τους… ΑΓΑΠΗ…
Ο δημιουργός κρατάει για ισχυρό χαρτί του την Αγάπη, που στη δύσκολη καμπή του διαλόγου θα την ονομάσει Θεό και από αυτήν θα αντλήσει τη δύναμή του. Το έλλειμμα αγάπης που συχνά εμφανίζουν οι ήρωές του τούς μετατρέπει σε άθεους. Πρόκειται φυσικά για αποφυγή του δημιουργού να αντιμετωπίσει τον Θεό πέραν του Καλού και του κακού, όπως θα έλεγε ο Νίτσε, στα χωράφια που θα συναντήσεις την παγωνιά της τρέλας. Ο ήρωας της Έβδομης σφραγίδας παίρνει μαζί του όσους δεν κατάφεραν στη ζωή τους να αγαπήσουν, προσφέροντας μια κούπα γάλα ή ένα πιάτο αγριοφράουλες. Με την αμφισβήτηση της θρησκευτικής πίστης ο ιππότης κηρύσσει την ιδέα του μηδενός, αφού εντέλει ο φόβος είναι το μοναδικό θεμέλιο της θρησκείας. Υπάρχει Θεός; Ο ιππότης φεύγει χωρίς να δώσει απάντηση στο ερώτημά του. Ο Μπέργκμαν έδωσε πριν φύγει από αυτό το κόσμο; Εμείς θα δώσουμε; Ο ορθολογισμός της εποχής μας απαντά όχι και προσωπικά δεν ασχολούμαι ιδιαίτερα με το ερώτημα. Όμως ο μισός και πλέον πλανήτης ασχολείται και ακόμη χάνονται ζωές στο όνομα του Αλλάχ.
Πιστεύοντας σε μια ανώτερη δύναμη αποκτά νόημα η ζωή; Ο μπλαζέ ιπποκόμος του ιππότη προτείνει την εύρεση του νοήματος μέσα στην καθημερινότητα και δεν ασχολείται με αφελή ερωτήματα, τα οποία όμως είναι ικανά να στηρίξουν μια ρωμαλέα μυθοπλασία σαν αυτή του Μπέργκμαν. Χιούμορ επιπέδου κάνει με τον αντικληρισμό του στα Ερωτικά μαθήματα και στα Χαμόγελα καλοκαιρινής νύχτας.
Στην Έβδομη σφραγίδα τον απασχολεί η κλονισμένη πίστη του ιππότη. Μετά θα έρθει η ώρα της Τριλογίας, εκεί που ο δημιουργός θα επιχειρήσει να τακτοποιήσει οριστικά τους ανοιχτούς λογαριασμούς του με την υπόθεση του Θεού, αυτό που έλεγε και ο ομότεχνός του στο θέατρο, Αντονέν Αρτώ: «Να τελειώνουμε μια για πάντα με την υπόθεση του Θεού». Ο Αρτώ την τελείωσε και τρελάθηκε, όπως κι ο Νίτσε. Ο γιός του πάστορα από την Ουψάλα άφησε το θέμα ανοιχτό για παν ενδεχόμενο. Το επαναφέρει ο Ιππότης στην Σφραγίδα:
Γιατί δεν μπορώ να σκοτώσω τον Θεό μέσα μου; Γιατί συνεχίζει να ζει μ’ αυτόν τον οδυνηρό και ταπεινωτικό τρόπο όσο κι αν τον καταριέμαι και θέλω να τον πετάξω από την καρδιά μου; Θέλω γνώση κι όχι πίστη, όχι υποθέσεις. Θέλω ο Θεός να μου αποκαλυφθεί, να μου απλώσει το χέρι του, να μου μιλήσει.
Ο Ντάβιντ στο Σπασμένο καθρέφτη αποπειράται να αυτοκτονήσει στην Ελβετία, αλλά μπλοκάρουν τα φρένα του αυτοκινήτου του, με τις δύο ρόδες μετέωρες μπροστά στο γκρεμό κι εκείνος σέρνεται έξω κι επιζεί με την τρομάρα του εγχειρήματός του να τον τσακίζει.
H Κάριν περιγράφει τον Θεό:
Με πλησίασε και είδα το αποκρουστικό πρόσωπο του ζώου γεμάτο κακία. Ανέβηκε επάνω μου και προσπάθισε να μπει μέσα μου. Όμως εγώ πάλεψα. Τα μάτια του ήταν ψυχρά, ήρεμα. Όταν δεν μπόρεσε να μπει μέσα μου, συνέχισε να σκαρφαλώνει πρώτα στο στήθος μου και στο πρόσωπό μου και στη συνέχεια στον τοίχο.
Ο Μίνους ρωτά τον πατέρα του αν ο Θεός θα μπορούσε να είναι αυτός που περιέγραψε η Κάριν, δηλαδή «ένας αόρατος δυνάστης, τοποθετημένος στο χάος» και καταλήγει: «Όχι μπαμπά, δε γίνεται τίποτε. Ο Θεός δεν υπάρχει στο δικό μου κόσμο».
Στην Πηγή των παρθένων, ο Τέρε πηγαίνει στον τόπο του εγκλήματος. Ρίχνει κατάρες προς τον ουρανό, αλλά μετά βλέπει να κυλά μια πηγή εκεί όπου κείτοταν το πτώμα της κόρης του. Σε ένδειξη μετάνοιας, αποφασίζει να κτίσει εκκλησία στον τραγικό και θαυματουργό τόπο. Η ταινία αυτή, που μοιάζει με χριστιανικό μήνυμα, γυρίστηκε λίγο πριν την Τριλογία, του απευθείας διαλόγου του Μπέργκμαν με τον Θεό. Στην επόμενη ταινιία, Το μάτι του διαβόλου, ο «καλός θεός είναι βοηθός του διαβόλου». Και ο Σαρτρ γράφει το 1951 το Ο Διάβολος και ο καλός Θεός.
Μετά έρχεται η Τριλογία, και ο δημιουργός της δηλώνει πως:
Οι τρεις αυτές ταινίες έχουν θέμα τους όχι μια πρόοδο, αλλά μια οπισθοχώρηση. Μέσα από το σπασμένο καθρέφτη η βεβαιότητα έχει ξεπεραστεί. Στους Κοινωνούντες η βεβαιότητα απογυμνώνεται, εκτείθεται. Η Σιωπή, η σιωπή του Θεού είναι η άρνηση της βεβαιότητας.
Όμως αυτές οι δηλώσεις είναι θεωρητικές κατασκευές· δηλώνουμε κι εμείς μπεργμανικά πως η βεβαιότητα είναι αβέβαιη. Ο ίδιος δηλώνει:
Στην Σουηδία ζούμε με την ψευδαίσθηση ότι έχουμε τα πάντα. Αλλά στο κέντρο της γεμάτης ζωής έχουμε ένα μεγάλο κενό, χάσαμε την ψευδαίσθηση του Θεού. Μέσα στις ταινίες μου περιγράφω το κενό αυτό καθώς και ό,τι εφευρίσκουν οι άνθρωποι για να το καλύψουν…
Υποκλινόμαστε μπροστά στην εντιμότητά του και στην κραυγή του Μίνους στο Μέσα από το σπασμένο καθρέφτη: «Θεέ μου! Θεέ μου! Βοήθησέ μας».
Ο Μίνους επικαλείται συνεχώς το Θεό και στο τέλος σωπαίνει εξαντλημένος.
Ο Θωμάς στους Κοινωνούντες, αφού τελέσει το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας για τους ενορίτες του, αφήνει να διαφανούν οι ρωγμές της πίστης του απέναντι στο Θεό. Η Μάρθα τον επικρίνει: «Ο Θεός δεν μίλησε ποτέ γιατί δεν υπάρχει. Τα κάνεις όλα αηδιαστικά εύκολα».
Συγκλονιστικά είναι τα λόγια του πάστορα Θωμά προς τον Ιωνά, όταν ο δεύτερος βρίσκεται στο κρίσμο σημείο του βίου του, λίγο πριν αυτοκτονήσει:
Είμαστε χωρίς χαρά και γεμάτοι άγχος. Όλη αυτή η βρωμερή μυρωδιά, παλιά μπόχας θεότητας, όλη αυτή η υπερφυσική ανικανότητα κι αυτό το ταπεινωτικό αίσθημα ενοχής. Μου έδωσες το φόβο σου και σου έδωσα έναν σκοτωμένο Θεό.
Ο Θωμάς έβαλε ζητήματα σκληρά. Επανέφερε τα λόγια του Αρτώ που αποκαλεί το Θεό «βρωμερό αέριο» και πρέπει να απαλλαγούμε από αυτόν το συντομώτερο, για να ξαναβρούμε τη χαρά της ζωής. Όμως ο Αρτώ βυθίστηκε στο τελειωτικό σκοτάδι της τρέλας του. Επανέφερε τις εκκλήσεις του Χριστού προς τον επουράνιο, εκείνο το «γιατί με εγκατέλειψες», την αμφιβολία, δηλαδή, στην κρίσιμη ώρα του σταυρού, απέναντι σ’ αυτά που πίστεψε και δίδαξε. Γιατί όχι και την ίδια αμφιβολία του Μπελογιάννη, όταν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα διαπίστωσε πως πεθαίνει κατά λάθος. Όλα έγιναν για «ένα πουκάμισο αδειανό», όπως λέει και ο ποιητής. Όταν χάθηκε η πίστη ήρθε ο τρόμος του κενού.
Ο Θωμάς προσπαθεί να παρηγορήσει τον Ιωνά:
Θα ζήσεις Ιωνά, το Καλοκαίρι πλησιάζει. Έχεις το χωράφι σου με τις φράουλες και τα ανθισμένα γιασεμιά. Και οι μέρες ζεστές κι ατέλειωτες. Είναι ο επίγειος Παράδεισος, κάτι για το οποίο αξίζει να ζήσει κανείς.
Ο Ιωνάς δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τον τρόμο του κενού και αυτοκτόνησε.
Ο Μπέργκμαν τον αντιμετώπισε καταφεύγοντας στο νησί του, το Φάρο, όπου καλούσε τους ανθρώπους που ήθελε και όχι όλους τους ανθρώπους του Θεού και δια του Ιωνά εκφέρει το καζαντζακικό:
Ο Θεός δεν υπάρχει πια. Τώρα είμαι ελεύθερος! Επιτέλους ελεύθερος!
Αλήθεια όλα εκείνα που μαρτυράνε για τον πάστορα πατέρα του Μπέργκμαν πόση σχέση έχουν με την Αγάπη; Και αυτά που μαρτυράνε οι κακοποιημένες, ουκ ολίγες σύζυγοι του Μπέργκμαν γι΄ αυτόν και τα τέκνα του χαρτογραφημένα και αχαρτογράφητα πού κολλάνε; Απλά ο Μπέργκμαν μιλούσε για την «κραταιά ως Θάνατο Αγάπη», πέραν της γονικής, της συζυγικής, δηλαδή για την ουτοπική Αγάπη ή αν θέλετε για τη δυνατότητα να έρθουμε σε ουσιαστική επαφή με τον άλλον.
Οι Λουθηρανοί δίπλα του μιλάνε ακόμη για Χάρη, Πίστη και Αγία Γραφή. Και η μητέρα μου ποτέ δεν πήρε ηρεμιστικά στη ζωή της, παρά το αβυσσαλέο της άγχος και την κατάθλιψή της. Αρκούταν στο σταυρό και στο «Παναγία βόηθα». Εγώ σαν τους ήρωες του Μπέργμαν καταφεύγω στις ιατρικές λύσεις. Ο Άλγκοτ στους Κοινωνούντες κατονομάζει τα Ευαγγέλια σαν «αληθινά ναρκωτικά». Μήπως πρέπει να κατασκευάσουμε έναν νέο Θεό, όπως έκανε η ανθρώπινη σκέψη κάθε φορά που έχανε το Θεό της; Έναν Θεό που δεν μπορεί να σταθεί μέσα στις ανόητες πράξεις του επαρχιακού εφημέριου, στο γραφικό μας εκκλησάκι ή στο εσωτερικό του ψυχρού πρεσβυτερίου.
«Δεν πιστεύω ότι υπάρχει Θεός», λέει η Μαρία, στα Καλοκαιρινά παιχνίδια, «αλλά κι αν υπάρχει, παντοτινά θα τον μισώ… Αν ήταν μπροστά μου, θα τον έφτυνα κατά πρόσωπο».
Μια ταινία στοχασμός πάνω στο νόημα της ζωής που και εκεί το μήνυμα του δημιουργού είναι η Αγάπη.
«Θα σου πω τι ελπίζω. Πιστεύω πως υπάρχει Αγάπη. Ο Θεός είναι Αγάπη», μιλάει επιτέλους ο πατέρας στο τέλος του Σπασμένου καθρέφτη, οδηγώντας τον γιο του στο να αποστρέψει το πρόσωπο από τη ρήση εκείνου που θα προτιμούσε να μη μίλαγε.
«Βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον…», γράφει ο Απόστολος Παύλος στην «Προς Κορινθίους» επιστολή του.
«Μετά το Φάννυ κι Αλέξανδρος δε θα ξανακάνω άλλη ταινία μεγάλου μήκους. Ποτέ μου δε διασκέδασα και δε δούλεψα τόσο. Το Φάννυ και Αλέξανδρος αντιπροσωπεύει όλη μου τη ζωή», δηλώνει ο Μπέργκμαν.
Μια «ταινία-απολογισμός», με το άλογο στοιχείο να βρίσκεται παρόν σ’ αυτή την ταινία-διαθήκη. Ο Μπέργκμαν ξεκαθαρίζει άραγε οριστικά τους λογαριασμούς του; Θεωρεί πως η κόλαση είναι η ερημιά της αρρωστημένης χριστιανικής ηθικής και δεν έχουμε λόγο να του αντιμιλήσουμε. Ο Αλέξανδρος συνειδητοποιεί πως ο Θεός είναι ένα σκιάχτρο που το κινούν σαν γελοία μαριονέτα.
Γιατί όλη αυτή η τρομαχτική επιμονή του Μπέργκμαν με τον Θεό, αφού διαρκώς δηλώνει την ανυπαρξία του; Μια πάλη που χρειάζεται πολύ μελάνι να την αποσαφηνίσεις.
Ας κλείσουμε με δυο-τρία προσωπικά του. Η φιλότεχνη μητέρα του, λαχταρούσε διαζύγιο από τον πατέρα, αλλά έπαψε να διεκδικεί ουτοπίες, βολεύτηκε μέσα στην αμαρτία, την εξομολόγηση, την τιμωρία, τη συγχώρεση. Ο γιος της έγραψε για τον ίδιο:
Σε όλα αυτά ενυπήρχε μια λογική την οποία αποδεχόμασταν και νομίζαμε ότι καταλαβαίναμε. Πιθανώς αυτή η κατάσταση να συνετέλεσε και στην άνευ αντιρρήσεων αποδοχή του ναζισμού. Ποτέ δεν είχαμε ακούσει τη λέξη ελευθερία και, σίγουρα, δεν την είχαμε γευτεί ποτέ.
Υπήρξε και αντισημίτης και φιλοναζιστής στη δεκαετία του ’30, αλλά αυτά δεν σημαίνουν και πολλά μέσα σε έναν αιώνα που ο φασισμός εισέβαλλε από παντού και δεν μπορούσες να ξεδιακρίνεις τον πατερούλη από τον άγγελο εξολοθρευτή. Και στο κάτω κάτω, ότι κι αν επιλέξεις ανάμεσα στην ηθική και στην αισθητική, στο τέλος του δρόμου θα σε περιμένει το άλλο για να σε εκδικηθεί. Το είπε ο Λένιν και πριν από αυτόν ο Λωτρεαμόν και μετά από αυτόν ο Γκοντάρ, για να αναφέρουμε και τον άνθρωπο που επεσήμανε από τους πρώτους τον σπουδαίο δημιουργό το 1958, με το άρθρο του «Μπεργκμανόραμα». Στο τέλος της ζωής του, ο Μπέργκμαν δήλωσε πως δεν βλέπει πια ταινίες, είδε καθυστερημένα το Μελισσοκόμο του Αγγελόπουλου και ενθουσιάστηκε. Η σιωπή του μπεργκμανικού Θεού και η αγγελοπουλική σιωπή της Ιστορίας μήπως είναι χρυσός και αφηγηματικό χρυσωρυχείο; Κουραστήκαμε να θορυβούμε πάνω στο τομάρι της γης, όπως είπε και ο Καζαντζάκης, ας στρέψουμε το πρόσωπό μας προς τη σιωπή.
Εν κατακλείδι ο Μπέργκμαν δηλώνει:
Δόξα τω Θεώ, δεν είμαι και τόσο περίπλοκος. Ο κόσμος είναι πολύ απλός.
Όμως ο Μπέργκμαν δεν είναι Μπουνιουέλ που με το θανατηφόρο χιούμορ των υπερρεαλιστών δήλωσε:
Δόξα τω Θεώ είμαι ένας άθεος.
Ο κόσμος του Μπέργκμαν είναι περίπλοκος, ενώ ο ίδιος δεν φρόντισε ποτέ να τον απλοποιήσει και όπως ο Δον Λουί, τον μετέτρεψε σε μόνιμο διανοητικό παιχνίδι.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΟΛΔΑΤΟΣ