Χριστιανοί στα λιοντάρια

14991953_10154769485145337_6475764873313843883_n.jpeg

του ΚΩΣΤΑ ΖΑΧΑΡΑΚΗ

Τον είδα. Ήμουν περικυκλωμένος από φίλους του που μιλούσαν μεταξύ τους σε πηγαδάκια, κουνούσαν το κορμί τους και φώναζαν περιμένοντας ν’ αρχίσει ένα μεγαλύτερο ξέσπασμα. Δεν τον πήραν πρέφα να έρχεται να ενωθεί μαζί μας καθώς κατέβαινε το δρόμο που οδηγούσε στο τέλος του parade. Ήταν ένας δρόμος κατηφορικός, κάθετος στη λεωφόρο, στον οποίο δεν επιτρέπονταν οχήματα. Δεξιά κι αριστερά του μικρά εμπορικά καταστήματα είχαν κλείσει.

Δεν έλαμπε όπως συνήθως κι έμοιαζε άκεφος· ίσως γι’ αυτό δεν τον είδαν. Φορούσε ένα σκισμένο μπλε τζιν και λευκό μπλουζάκι και σίγουρα μόλις τα πρώτα βλέμματα των φίλων θα έπεφταν πάνω του θα χαμογελούσε και θ’ άρχιζαν όλοι να ασχολούνται μαζί του. Αυτές τις μέρες όμως είχε μάτια μόνο για μένα. Μια βδομάδα ήταν που είχαμε ξαναβρεθεί· για χρόνια χαμένοι μετά το στρατό. Έμοιαζε το ίδιο νέος με τότε ενώ εγώ είχα σίγουρα μεγαλώσει.

«Έτσι είστε εσείς οι στρέιτ, σπάτε εύκολα», είπε κι αυτό υπήρξε η εισαγωγική κουβέντα της εξομολόγησης. «Εξακολουθείς να ’σαι ωραίος άντρας» είπε λίγο αργότερα. «Ειλικρινά, ειλικρινά όμως, εύχομαι να μη σ’ αρέσω!» του είπα και γελάσαμε. Του μίλησα για τον αποτυχημένο γάμο μου κι εκείνος για τη φάση που είχε αρχίσει στη ζωή του τα τελευταία χρόνια. Μια ομάδα γκέι ακτιβισμού από κάποιον που όταν τον γνώριζα δεν ήταν γκέι.

«Πάντα ήμουν», είπε ο άνθρωπος που κάποτε θεωρούσα τον καλύτερο μου φίλο.

Η Λίντα τον είδε πρώτη και τον αγκάλιασε κι όλα τα βλέμματα σαν ηλιοτρόπια στράφηκαν σε κείνον. Άρχισαν δυο-τρεις να του μιλάνε ταυτόχρονα μα κείνη τη στιγμή ακούστηκαν εκκωφαντικά από τα μεγάφωνα οι πρώτες νότες του «Bad Romance». Όλα γύρω μας έγιναν πάρτι.

Κάπου παραπέρα, στη λεωφόρο, μπορέσαμε ν’ αρχίσουμε να μιλάμε. «Νιώθεις αμήχανα;», με ρώτησε.

«Κοίτα, δε θα ’μουν εδώ αν δεν ήσουν εσύ», απάντησα.

«Δε φαίνεσαι καθόλου αμήχανος» μου είπε. Το είπε λες κι ήταν ένα κομπλιμέντο που είχα ανάγκη ν’ ακούσω. Όμως περνούσα σχεδόν καλά και μ’ άρεσε κι ένα κορίτσι από την παρέα του. «Μου θυμίζει το καρναβάλι», του είπα.

«Δεν ήταν πάντα έτσι, έχει γίνει. Έχουν χαθεί πολλά, φίλε».

«Δηλαδή;».

«Δε πρέπει να ’ναι καρναβάλι». Εκείνη τη στιγμή ένας γνωστός δημοσιογράφος ήρθε και του έσφιξε το χέρι. Εκείνος τον άρπαξε από τον αυχένα και πλησίασε το πρόσωπο του στο δικό του· ο δημοσιογράφος φάνηκε να σαστίζει από την εγγύτητα. Έμειναν για λίγο πίσω μας μιλώντας συνωμοτικά κι εγώ δεν έχασα ευκαιρία να ψάξω με το βλέμμα το μελαχρινό κορίτσι με το αγγελικό πρόσωπο. Απογοήτευση, περπατούσε αγκαλιά με το αίσθημα.

Όταν ξανάρθε δίπλα μου, φαινόταν φουρκισμένος. «Έχω βαρεθεί».

«Τι; Ποιόν;» ρώτησα. Δεν απάντησε. «Έχει σχέση με το περιοδικό;»

Κατένευσε. Εκείνο το πρωινό που είχαμε ξανασυναντηθεί μετά από τόσα χρόνια μου μίλησε για το εγχείρημα που είχε στα σκαριά: «Against». Ακτιβισμός και life style.

«Μπορείς να γράψεις κι εσύ εκεί», είχε πει. Αυτός ήταν κι ο λόγος που, από μέρους μου, επέτρεψα αυτή την εμμονική προσέγγιση του παλιού κολλητού. Καθαρός ωφελιμισμός που όμως μέσα σε τέσσερις-πέντε μέρες έδωσε τη θέση του στην περιέργεια. Γνώρισα τους φίλους του κι άκουσα τόσα για τη ζωή του. Είχε έναν κύκλο προσκολλημένο σ` αυτόν, κάποια στιγμή τον αποκάλεσα, για να τον πειράξω, «γκουρού». Ισχυριζόταν πως παντού υπάρχουν κλίκες και συμφέροντα και «τάσεις». «Ίσως αποτελέσω κι εγώ μια τάση», ομολόγησε. Αυτές τις μέρες πίστεψε πως με έπεισε να στρατευτώ όμως εγώ ήμουν απλά ένας επαρχιώτης που πάτησε τα τριάντα-τρία ζώντας —σε όλα τα επίπεδα χρεωκοπημένος— στην πρωτεύουσα.

Θυμόταν πως ήθελα να γίνω συγγραφέας και πόνταρε σ’ αυτό. Εγώ πάλι θυμόμουν πόσο μετρημένη ήταν η συμπεριφορά του στο στρατό · ήταν το αγόρι που αγαπούσαν οι πάντες. Ένας άντρας που οι άλλοι άντρες τον συμπαθούν· άρα όχι ανταγωνιστικός. Όμως κάτι ήθελε από μας …ή όχι; Κάτι που κανείς δεν υποψιαζόταν. Γιατί η φωνή του ήταν βαθιά και σταθερή, το φέρσιμό του όμορφο και λιτό και δωρικό.

Η ποπ μουσική έπαιζε εκκωφαντικά και όλοι χορεύανε. «Βαριέσαι;», με ρώτησε.

«Τι;», φώναξα.

Με έπιασε από το χέρι και διασχίσαμε διαγώνια την πορεία και βγήκαμε στην αρχή ενός μικρού δρόμου. Με οδήγησε εκεί λες και ήμασταν ζευγάρι και παραδόξως το χάρηκα. Σαν αστραπή πέρασε απ’ το μυαλό μου η σκέψη: αν μ’ έβλεπε ο πατέρας μου δε θα ’χε καμιά αμφιβολία πως είμαι πούστης. Ο πατέρας που δε μάσαγε τα λόγια όταν ρωτούσε για το γάμο και για τις αποτυχημένες δουλειές μου.

Περπατήσαμε χαλαρά για κάνα λεπτό κι ενώ άκουγα, τον αχό της πορείας να απομακρύνεται τον ρώτησα: «Που πάμε;».

«Θα ξαναβγούμε στην αρχή του parade», με βεβαίωσε.

«Δε δίνω δεκάρα», απάντησα. «Όμως εσύ δεν είσαι που ήθελες να είμαστε στο τέλος του;»

«Να, γι’ αυτό πάνε όλα στραβά», είπε.

«Δεν κατάλαβα».

«Όλοι αυτοί εκεί έξω δεν είναι ένα», είπε δείχνοντας προς τα πίσω. Είχαμε περπατήσει αρκετά στο δρομάκι που τώρα στένευε και οδηγούσε σε αδιέξοδο.

«Από δω αποκλείεται να βγαίνουμε στην αρχή του parade».

Δεν απάντησε. Σταμάτησε απότομα μπροστά σε μια καγκελόπορτα στα δεξιά του δρόμου. Ένα τριώροφο μιας παλιότερης εποχής που υπέθεσα πως θα ’χει πίσω αυλή που βγαίνει πάλι σε δρόμο. Όμως μπροστά μας δεν είχαμε παρά μια καγκελόπορτα χαμηλού ύψους, έναν κηπάκο με ραγισμένες πλίθινες γλάστρες και μια ακόμα πόρτα από σκούρο, χοντρό, ξύλο. Πήδηξε την καγκελόπορτα και με προέτρεψε να κάνω το ίδιο. Όταν βρέθηκα μέσα στο κηπάκι πρόσεξα πως στο κέντρο της πόρτας διαγραφόταν ένας ανάγλυφος σταυρός και θυμήθηκα πόσο θρήσκος ήταν όταν τον είχα πρωτογνωρίσει. Είχα ξεχάσει πως είχε μεγαλώσει σε εκκλησιαστικό ίδρυμα.

Χτύπησε το κουδούνι και η πόρτα άνοιξε σχεδόν αυτόματα. Ένα χοντρό κορίτσι με γυαλιά και πιασμένα τα μαλλιά του κοτσίδα μάλλον βρισκόταν ακριβώς πίσω από την πόρτα. Φορούσε φούστα που έφτανε ως κάτω, λευκό πουκάμισο και —παρά την καλοκαιρινή ζέστη— λινή ζακέτα. Μας κοίταξε παραξενεμένη αλλά έδειχνε για κάποιο λόγο χαρούμενη.

«Ο πατέρας;», τη ρώτησε.

«Ποιος», έκανε αυτή εννοώντας ποιοι είμαστε εμείς. Μέχρι να της απαντήσουμε κοίταξε προς την καγκελόπορτα και καταλαβαίνοντας πως δεν είχε ανοίξει με κλειδί ούτε παραβιαστεί ρώτησε: «Πως;» Οι δυο ερωτήσεις την έκαναν να μοιάζει ηλίθια.

Είπε το ονοματεπώνυμό του και μετά έκανε παύση. «Με ξέρει».

«Θα του πω», είπε αυτή και χάθηκε από τα μάτια μας. Ακούσαμε τα βήματα της να απομακρύνονται μα αμέσως μετά να ξαναπλησιάζουν. Επέστρεψε γιατί θυμήθηκε πως θα ‘ταν ασφαλέστερο να μας κλείσει την πόρτα στη μούρη. Βάλαμε τα γέλια.

«Εδώ ήταν;», τον ρώτησα.

«Ναι, εδώ», είπε. Καταλαβαίναμε και οι δυο για ποιο πράγμα μιλάμε.

Το κορίτσι ξανάνοιξε οριστικά την πόρτα κι εμείς περάσαμε μέσα. «Είναι πάνω», είπε. Περάσαμε σε έναν διάδρομο γεμάτο εικόνες του Χριστού και των Αγίων με κείνη να μας οδηγεί. Δεξιά κι αριστερά πόρτες· πίσω από αυτές, χαμηλόφωνες συζητήσεις. Μια μυρωδιά χλωρίνης και λιβανιού.

Όταν φτάσαμε στη στριφτή ξύλινη σκάλα εκείνη στάθηκε. «Ανεβείτε». Πρόσεξα πως δε φορούσε πια τη ζακέτα, ούτε τα γυαλιά. Εκείνος άρχισε να ανεβαίνει τη στενή σκάλα κι εγώ να ακολουθώ κοιτώντας προς τα κάτω το πρόσωπο του χοντρού κοριτσιού στραμμένο απάνω μας.

Πάλι διάδρομος και πάλι πόρτες που μόνο η προτελευταία ήταν ανοιχτή. Μπήκα ξοπίσω του και τον είδα να σκύβει και να αγκαλιάζει έναν άντρα που φορούσε ράσα και καθόταν σε ένα τραπέζι. Το τραπέζι μαζί με τρεις καρέκλες έπιανε σχεδόν το μισό δωμάτιο. Τρόμαξα κι εγώ με το πόσο γέρος ήταν αυτός ο άνθρωπος που είχε μπροστά του απλωμένες θρησκευτικές εικονίτσες σε μέγεθος χαρτιών τράπουλας. Του φίλησε το χέρι και κάθισε στη καρέκλα δίπλα του ενώ εγώ —αμήχανος— στεκόμουν όρθιος στην πόρτα.

«Έλα μέσα», είπε ο γέρος. Έτσι όπως είχα μεγαλώσει δεν θα μπορούσα παρά να του φιλήσω το χέρι· αυτό έκανα. Ο παλιός και νέος φίλος μου τράβηξε τη διπλανή καρέκλα κι εγώ κάθισα. Ο γέρος χάρηκε που είχαμε το ίδιο μικρό όνομα, το περιέγραψε σαν επιβεβαίωση της φιλίας μας. «Να είστε αγαπημένοι σαν αδέρφια», μας συμβούλεψε. Γέλασα αλλά ευτυχώς δεν το ‘πιασε· αμφιβάλλω καν αν μπορούσε να δει. Ζήτησε να του μιλήσουμε για τις ζωές μας. Μόνο εγώ είπα αλήθειες.

Κουράστηκε γρήγορα κι άρχισε να ανασαίνει βαριά. Μας έδινε πολλές συμβουλές, να επικαλούμαστε Αγίους, τέτοια. Διηγήθηκε μια σύντομη ιστορία για ένα κορίτσι που έχασε την όραση, αλλά όχι τη πίστη της. Θλιβερή, ήταν μια ιστορία ήττας στην ουσία. Απ’ αυτές όμως που δίνουν στους θρησκευόμενους ανθρώπους μια αίσθηση θαλπωρής. Ζεις χωρίς να βλέπεις, αλλά η Παναγία σε αγαπά. Και κυρίως, συμβαίνει σε κάποιον άλλον.

Πριν φύγουμε μας έδωσε από μια χρωματιστή εικονίτσα που όταν βρεθήκαμε ξανά στον δρόμο εγώ την πέταξα στον πρώτο κάδο που βρέθηκε μπροστά μας. Το οίκημα είχε όντως πίσω αυλή και πίσω έξοδο που τώρα όμως μας έβγαζε αρκετά μακριά από το parade.

Ανεβήκαμε μια ανηφόρα που έβγαζε σε ένα παρκάκι κι από κει μπορούσες να παρακολουθήσεις ένα μέρος της πορείας. Κάτσαμε σε ένα παγκάκι κι ήμασταν πολύ κουρασμένοι. Σουρούπωνε και στην ατμόσφαιρα κυκλοφορούσαν άπειρα ξοδεμένα σωματίδια χαράς στην οποία όμως εμείς δεν είχαμε συμμετάσχει.

«Θες μια κόκα κόλα;», ρώτησε γνέφοντας προς το κιόσκι που υπήρχε λίγα μέτρα παραπέρα.

«Γιατί δεν του είπες πως είσαι ομοφυλόφιλος; Ναι, θέλω».

Έκανε να σηκωθεί από το παγκάκι και μετά το μετάνιωσε.

«Είμαι ένας άθεος που νοσταλγεί την πίστη», είπα.

«Ε;», έκανε.

«Παζολίνι».

«Α!».

Παρότι σουρούπωνε η ζέστη δεν είχε πέσει καθόλου. Σηκώθηκε βαριεστημένα βάζοντας στήριγμα το χέρι του. «Πάω για κείνη την κόκα κόλα», είπε. Από την κωλότσεπη έπεσε η χριστιανική εικονίτσα που του χάρισε ο άλλοτε μέντοράς του.

«Gay over!», είπε κοιτώντας το parade. Δε ρώτησα, ήξερα πως του αρέσει να παίζει με τις λέξεις χωρίς να λέει στην ουσία τίποτα.

«Η δική μου να είναι light!», φώναξα.

«Έγινε!», απάντησε. Ήταν ήδη στο κιόσκι. Από κάτω μας ακουγόταν συνθήματα. Έπιασα την εικονίτσα και την κοίταξα. Χριστιανοί μάρτυρες τα πρώτα χρόνια των διωγμών.

Όρθιοι σε μια αρένα περικυκλωμένοι από λιοντάρια.

ΚΩΣΤΑΣ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ

Advertisement