«Λόγος και σκέψη»: Τέσσερα αγοραία μυθεύματα 

penseur

του ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΠΛΑΤΑΝΙΑ 

Στους καιρούς μας, και όσον έχει να κάνει με τις διάφορες «διαδικτυακές» μορφές που μπορεί να πάρει η λογοτεχνική έκφραση, η κριτική παρατήρηση τείνει να αντικαθίσταται από την ατεκμηρίωτη ή αυθαίρετη προπαγάνδα και τις λογικά ναυαγισμένες «αιτιάσεις». Στο βαθμό, μάλιστα, που ο διαδικτυακός προφορικός λόγος συχνά συμμειγνύεται με όλες εκείνες τις ιδιαίτερες ποιότητες που χαρακτηρίζουν τον γραπτό λόγο ή και τις αντικαθιστά πλήρως (καταστρέφοντάς τες βέβαια), το πρόβλημα θα έλεγε κανείς πως κλιμακώνεται σε βαθμό αν όχι ανεπανόρθωτο, τότε σίγουρα ιδιαζόντως παρακμιακό ή διαβρωτικό.

Από αυτήν την άποψη, πολλά είναι τα «συνθηματολογικά» κλισέ που χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατα μιας λογοτεχνικής σκέψης, εφ’ όσον βέβαια τα όποια φαινόμενα παρακμής τείνουν να κάνουν αν όχι αποδεκτά, τότε τουλάχιστον πράγματα ανεκτά την αγοραία διαπίστωση, το ψευδοθεώρημα, την συμπλεγματική αποστροφή, ή και μια γκαιμπελική αναστροφή της πραγματικότητας.

Ας δούμε τέσσερα σύγχρονα, ή λιγότερο σύγχρονα, ψευδολογοτεχνικά μυθεύματα τα οποία ελέχθησαν κατά καιρούς και σε διάφορες περιστάσεις , και ας εξετάσουμε λίγο το λογικά αδόκιμο ή και πλήρως παράλογο που τα διακρίνει:

Μύθευμα 1ον: «Τα πάντα έχουν ειπωθεί στην λογοτεχνία». Από εκεί και πέρα οι λογοτέχνες είτε οφείλουν να κλαίνε την μοίρα τους, είτε υποχρεώνονται αυστηρώς και δια ροπάλου σε υποκριτικές επιδείξεις ψευδοταπεινοφροσύνης και «υποταγής» σε κάποιο, –απ’ όλα τα διαθέσιμα στο χρόνο–, παρελθόν (ή τους συγγραφείς του).

Απάντηση: οι διατυπώνοντες αυτή την τετράπαχη κοτσάνα, πάσχουν συνήθως από σύνδρομο χαμηλής αυτοεκτίμησης (αλλά και αλαζονεία που δεν υποψιάζονται) το οποίο και μασκαρεύουν σε ψευδοσεμνότητα. Μα, πραγματικά, για να φτάσει να πει ένας άνθρωπος, σε κάποιο σημείο του χρόνου, σε κάποια ορισμένη εποχή, ότι «τα πάντα έχουν ειπωθεί», αυτό σημαίνει ότι ο ίδιος γνωρίζει όχι μόνον ποια είναι αυτά τα «πάντα», αλλά και ποια θα μπορούσαν να είναι αυτά τα πάντα σε κάθε προοπτική και έκταση του χρόνου. Γνωρίζει ακόμα προφητικώς πως στο μέλλον δεν μπορεί να προκύψει τίποτε περισσότερο από τα ήδη γεγονότα «πάντα», και το κυριώτερον, όλα αυτά τα γνωρίζει από την αρχή του χρόνου!

Επειδή δεν μπορείς να ξέρεις σε αυτήν την περίπτωση αν κάτι έχει «τελειώσει» αν δεν είσαι εσύ ο ίδιος που το έχεις δημιουργήσει!

Με λίγα λόγια, όποιος διατείνεται με τόση θρασεία αφέλεια ότι «τα πάντα έχουν ειπωθεί» στην λογοτεχνία, ούτε λίγο ούτε πολύ, πιστεύει ότι είναι ο ίδιος ο θεός!

Απ’ όπου και αν το δει κανείς, δεν συμπεραίνεται τίποτε διαφορετικό. Και να σκεφθεί κανείς, πως αυτή η ψευδοδιαπίστωση εκφέρεται με έκδηλη διάθεση «ταπεινότητας».

Μύθευμα 2ον: «Πολλές φορές η γραφή χρησιμεύει ως «ψυχοθεραπεία». Η διαπίστωση αυτή χρησιμοποιείται για να χλευάσει κατ’ επιλογήν ή να απαξιώσει με συνθηματολογικό-συνοπτικό τρόπο διάφορους γραφείς κλπ.

Απάντηση: Το τι ειναι και δεν είναι «ψυχοθεραπεία» μπορεί να το ορίσουν μόνον πολύ ειδικές επιστημονικές παράμετροι και στο κάτω κάτω θα ήταν παράλογο (ή και πλήρως απευκταίο) αν έλειπε ποτέ η όποια ψυχοθεραπευτική διάσταση από την διαδικασία της λογοτεχνικής δημιουργίας.

Το κυριώτερο, όμως, είναι πως ουδείς μπορεί να βρίσκεται στο κεφάλι του άλλου, για να διαπιστώσει τις προθέσεις ή τις ανάγκες του και να επιτύχει έτσι την απόλυτα επιτυχή «δίκη προθέσεων». Το πολύ πολύ, να προβάλλει με αυτόν τον τρόπο τις δικές του προθέσεις στον άλλον, κρίνοντάς τον κατ’ επέκτασιν με μέτρο τον δικό του εαυτό. Στο βαθμό, μάλιστα, που μην μπορώντας να είναι μέσα στο κεφάλι του άλλου, βρίσκεται αναγκαστικά και εκ δεδομένης βιοανατομικής πραγματικότητας στο δικό του, το ίδιο του το κεφάλι! Εξ αυτού, λοιπόν, ό,τι λέει.

«Του κεφαλιού του», λοιπόν είναι πάντα αυτά τα πράγματα, με ζητούμενο ωστόσο το κεφάλι του άλλου.

Θα πρέπει ωστόσο να λεχθεί ακόμα ότι και «ψυχοθεραπεία» να συνιστά η γραφή για πολλούς, αυτό δεν μας ενδιαφέρει, σε πρώτο πλάνο παρατήρησης τουλάχιστον. Μας νοιάζει κατά κύριον λόγον αν είναι λογοτεχνία, και μάλιστα καλή λογοτεχνία. Αν όντως είναι, ας είναι ταυτόχρονα και ψυχοθεραπεία, ας είναι και γιόγκα, με γειά της με χαρά της. Έχουν διατυπωθει μάλιστα κατά καιρούς και διάφοροι παραλογισμοί που «καταδικάζουν» κάθε αυτοβιογραφική παράμετρο στην γραφή. Εδώ θα απαντούσε κανείς: μα αστειεύεστε. Πάνω από το 50% της ποίησης στους αιώνες θα έπρεπε τότε να αποδοκιμάζεται.

Μύθευμα 3ον: Η «διακειμενικότητα» ως έννοια «λάστιχο». Όταν, δηλαδή, ο μύθος της διακειμενικότητας χρησιμοποιείται είτε εν είδει δικαιολογίας για να καλύψει άνομους σφετερισμούς υλικού είτε κατά κατάχρησιν (ή κατ’ αυθαιρεσίαν) για να «μειώσει» σημαντικά έργα του παρελθόντος ή ποιοτικές και εξαιρετικά πρωτότυπες δουλειές στο παρόν.

Απάντηση: Οι παλιοί καλοί λογαριασμοί και διαχωρισμοί, τουτέστιν η σαφής διάκριση ανάμεσα σε νόμιμη επιρροή, μίμηση και λογοκλοπή, κάνουν και τους καλούς φίλους της ποίησης. Οι επιρροές είναι νόμιμες και χωρίς αυτές δεν νοείται όχι μόνο λογοτεχνία, αλλά και καμμία ανθρώπινη πράξη. Η ξεδιάντροπη μίμηση όμως (σε ηλικίες που δεν είναι νεαρές) και η λογοκλοπή είτε απροκάλυπτη είτε «με δικαιολογίες» (δήθεν «διακειμενικότητα»), είναι καταδικαστέες από κάθε άποψη.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι ιδιοτελείς συνηθίζουν να «συσκοτίζουν», να μην κατονομάζουν, να μην τεκμηριώνουν, να δικαιολογούνται, να ψεύδονται. Στο διαδίκτυο σπάνια στέκεται κανείς να εξετάσει επιμελέστερα όχι μόνο το ΤΙ λέει ο άλλος, αλλά κυρίως το ΠΩΣ το τεκμηριώνει! Και όμως θα έπρεπε.

Από εκεί και πέρα, είναι αρμοδιότητα και χρέος της κριτικής, να εξετάζει κάθε φορά αυτά τα ζητήματα με τεκμηριωμένο λόγο, με παραθέσεις κειμένων, με αιτιολόγηση και με σαφέστατο ειρμό. Όλα τα άλλα είναι απλά για τα σκουπίδια.

Μύθευμα 4ον: «Η λογική είναι κάτι που δεν έχει σχέση με την λογοτεχνία και δη με την ποίηση».

Απάντηση: Η λογική έχει σχέση με τα πάντα!

Καίτοι αυτό είναι ένα τεράστιο ζήτημα που χρίζει μιας διεξοδικότερης δοκιμιακής αντιμετώπισης, εν τούτοις, και για τους σκοπούς μόνον του παρόντος κειμένου, θα λέγαμε το εξής: αλλοίμονον αν διαχωρίζαμε τόσον στενόμυαλα και φέρναμε σε μια παράλογη αντιπαράθεση μεταξύ τους την λογική με την φαντασία ή την ποιητική δραστηριότητα! Συχνά, τους λιγότερο συνειδητοποιημένους ποιητές τους χαρακτηρίζει ένα είδος ψευδοηρωικού συνδρόμου κατά της «λογικής» (ειδικά στην χώρα μας, για πολλούς και διάφορους ιστορικούς λόγους που σχετίζονται με την αντιθεωρητική παράδοσή της). Δεν υπάρχει όμως μεγαλύτερη χίμαιρα από αυτό. Κυρίως, δεν θα υπήρχε λόγος να κρύβεται σε αυτές τις ολιγόμυαλες (πραγματικά) περιπτώσεις η μασκαρεμένη ελπίδα για επικράτηση μιας πλήρους αυθαιρεσίας (ιδιαίτερα στην κριτική θεώρηση), ώστε και ο λίγοτερο προικισμένος στην γραφή να ανακουφίσει κάπως το αίσθημα μειονεκτικότητάς του με αιτιάσεις «ό,τι να ‘ναι» και τις οποίες επιχειρεί να τις πλασάρει ως «ποιητικές» ή «γνωμοδοτικές».

Αυτά είναι, λοιπόν, τέσσερα αγοραία μυθεύματα που επιχειρήσαμε να καταδείξουμε εδώ ως αναληθείς «φόρμουλες» και τα οποία συχνά αναπαράγονται ακρίτως και με μιμητικό ή άσκεπτο τρόπο από διάφορους θιασώτες των λογοτεχνικών πραγμάτων.

Ίσως ασχοληθούμε κάποια στιγμή και με άλλα αγοραία «συνθήματα» αυτού του είδους.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΠΛΑΤΑΝΙΑΣ

Advertisement